Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

 

Θαλάσσης μύρo


Γεννήθηκε μέσα στην αλμύρα, το αλάτι έλουζε τα μαλλιά της από μικρό παιδί… και τα μάτια της έλαμπαν, καθώς έβλεπε τον πράσινο, το φάρο, από το μπαλκόνι του σπιτιού της… 


Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, η φωτιά που ένιωθε για την Μεγάλη αυτή Κυρία, την Θάλασσα, της έκαιγε τα σωθικά…


Ατίθαση και μονίμως άφαντη, στις σκέψεις  και τη λαχτάρα της… που πολλές φορές,της έκοβε την ανάσα… Πήγαινε και κούρνιαζε, με τις ώρες, στο λιμάνι… και κοίταζε το φάρο.. 


Αποκαμωμένη, από τον ήλιο που έκαιγε το πρόσωπο της, μα και συνάμα τόσο ενθουσιασμένη, το μυαλό της πλέον, ταξίδευε σε μέρη μακρινά… κι ας ήταν το κορμί της, στη νήσο, που γεννήθηκε.


Στον τόπο που μεγάλωσε,  που αγάπησε… εκεί που όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, σε κύκλωνε  το απέραντο γαλάζιο… Πόσες εικόνες αποθηκευμένες στο μυαλό της, με φουρτούνα, με άπνοια, με γαλήνη…


Πόσα βράδια ένιωσε να πνίγεται και να θέλει να αμοληθεί, να τρέξει στο φάρο και να ταξιδέψει… Εκεί καθόταν τις νυχτιές και έγραφε, στο ημερολόγιο της, τα όνειρα, τα πάθη , τις στιγμές, τα θέλω…


Πάντα άφαντη και χαμένη στον ορίζοντα… ο χρόνος σταματούσε, στον ήχο των κυμάτων και ξεκινούσε πάλι με την ανατολή… την ώρα, που ο ήλιος έπαιρνε τη θέση του σκότους… κι ο ήχος της πόλης, κάλυπτε τη βουή των κυμάτων…


Μεγάλωσε και άρχισε να τρέχει, ένας ατελείωτος αγώνας, για να πιάσει το όνειρο και να το κάνει πραγματικότητα… Πολλά τα εμπόδια, πολλοί και οι πειρασμοί, μα εκείνη, ψυχρή απέναντι στο οτιδήποτε…


Σκληρή σαν ατσάλι… και εύθραυστη σαν κρύσταλλο… δράση και αντίδραση, την ίδια στιγμή… Το όνειρο άρχισε να παίρνει μορφή , χρώματα κι αρώματα. ..Το έντυνε καθημερινά και το στόλιζε όλο και πιο πολύ, όπως ήθελε και ήξερε εκείνη…


Δοκίμαζε συνεχώς, τα χρώματα από τις τέμπερες… σαν να έπαιζε τ’ ομορφότερο παιχνίδι του βίου της… Μόνη εντελώς μόνη, έτσι έπρεπε να γίνει, όσο σκληρό κι αν ήταν, για εκείνους που άφηνε έξω από την πόρτα… Εκείνη κι ο εαυτός της , σε φουρτούνα, σε μπουνάτσα, σε φουσκοθαλασσιά και νηνεμία…


Δεν χωρούσαν άλλοι… Κι όσο περνούσε ο καιρός, η φλόγα δυνάμωνε κι ο έρωτας του θαλασσινού μύρου, ήταν  η πληρότητα της, τι κι αν προσπάθησαν, να την μεταπείσουν, εκείνη σαν ούριος άνεμος, άλλαζε πορεία κι έφευγε μακριά…


Αμετάκλητη η απόφαση της και μοναδικό της στήριγμα το πείσμα, απέναντι τους… Διέσχιζε τα κύματα και έβλεπε την πλώρη της… Μια πλώρη ομορφοκαμωμένη, με δέος τυλίγει, όποιον την κοιτάζει και του χαμογελάει με τα μεγάλα μάτια της, τις λαμπερές της άγκυρες...


Και σαν μπαρκάρισε, στο πρώτο το σκαρί, εκείνο το γκαζάδικο, μεγαλειώδες και θαυμαστό… Φορτωμένο μ’ αργό πετρέλαιο, ένα εκατομμύριο βαρέλια,  γέμιζαν μέχρι πάνω τα τάγκια, τα μεγάλα… και τα ‘’γκάζια’’, να ξεμπουκάρουν,  απ’ όπου έβρισκαν τον τρόπο…


Πόσο ''τρελό'' θ’ ακουστεί, μα σαν έβγαινε, κατά το σούρουπο, στην πρύμνη ν’ αγναντέψει, αγαλλίαζε η καρδιά της από τις μυρωδιές του υδρόθειου, που απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, σαν πύρινοι κρύσταλλοι…


Πλέον ζούσε μέσα της, περπατούσε πάνω της, με την σκληρή λαμαρίνα… Κι όμως ακόμα ,φοβόταν να παραδεχτεί, πως το όνειρο απέκτησε μορφή κι εκείνη χαράζει πορείες, γράφει στο ημερολόγιο την αλλαγή της ρότας…


Τους χάρτες σαν διόρθωνε, συναντούσε μια ζωή μέσα στο chart room…Και σαν κατέβαινε, για το ρεμέντζο, με τόλμη και αγωνία, να ‘παν όλα καλά… Το βίρα και το μάινα, πάντα το φώναζε δυνατά, βροντερά κι ελληνικά…


Κι όλοι την καταλάβαιναν, καθώς κοίταζαν την κίνηση των χεριών της, κράταγε το ρέλι  κι έβλεπε τον κάβο να βουτάει στο νερό, κάτασπρος και δυνατός …ερχόταν και φερμάριζε, έβλεπε τη μπόμπα και τον Μελαμψό το Ναύτη, κατάματα να την κοιτάζει…


Τι να σκεφτόταν άραγε κι εκείνος ο δόλιος ναυτεργάτης, τη μάνα που τον γέννησε και τη γυναίκα που του χάρισε παιδιά… Ενώ εκείνη, σκεφτόταν μόνο, τη μάνα που την γέννησε… Άλλωστε μόνο, η μάνα της, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ…


Η σκληρή Γυναίκα πια, μόλις έδενε στο ντόκο, τσεκάριζε τους κάβους …κι ανέβαινε τις σκάλες, μέχρι να φτάσει πάνω στο φτερό… Έτρεχε στη βαρδιόλα κι έβγαζε το κράνος της, απολάμβανε για λίγο, το νέο το λιμάνι, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, από ψυχής βγαλμένο…


Σαν έμπαινε ξανά στη γέφυρα κι άκουγε το VHF, πάντα το σπίτι νοσταλγούσε…και  πριν κατέβει  κάτω, να πάει στο κατάστρωμα, ένα λεπτό τηλεφωνούσε, τη Μάνα της ν’ ακούσει… να σαλπάρει ο νους για λίγο, στο Αιγαιοπελαγίτικο γλυκό λόγο, εκείνης που την γέννησε…


Και σαν τ’ ακουστικό κατέβαζε, τις σκάλες σάρωνε, να πάει μπροστά στα manifolds, να βάλει το χέρι στις γραμμές, ν’ ακούσει το πετρέλαιο, να τρέχει ολοταχώς, για τη στεριά… Κι όσο το βαπόρι άδειαζε, η ψυχή της ηρεμούσε κι η νύχτα την έβρισκε, στην πλώρη και στην πρύμνη, μέχρι να λύσουν και να φύγουν , γι’ άλλα μέρη μακρινά…


Και κάπως έτσι κι όσο αναπνέει στα αυτιά της, θα ηχεί η βουή της Μεγαλοκυρίας, που με κυκλώνα  και γαλήνη, άλλαξε όλη της τη ζωή… και κάθε χτύπος της καρδιάς της, θα ‘ναι  ένα ουρλιαχτό,


"Θάλασσα μου, σ’ αγαπάω"…


©Kalliopi Tsouchlis




Του τρίστρατου


Κορίτσι, εσύ που δύσμοιρο δεν γνώρισες αγάπη,
εσύ που αναμετρήθηκες με το σφοδρό δρολάπι,
γυναίκα, που στερήθηκες το τρυφερό το χάδι,
εσύ! που πολεμήθηκες μες στο βαθύ σκοτάδι


κορίτσι, εσύ που κίνησες μια νύχτα του Σαββάτου,
να βρεις καθάριες Θάλασσες κι ανήλια του Θανάτου,
μπορεί τα χρόνια σου φαιδρά κι οδυνηρά, μοιραία,
μ' απέμεινε η καρδούλα σου ν’ ανασκιρτά γενναία.


Κορίτσι, εσύ καλόψυχο που ήσουν ρόδο και κρίνο,
που 'ρθα ως εδώ του τάφου σου την πλάκα να ξεπλύνω -
ο δρόμος που περπάτησες κι αν σου 'μελλε θλιμμένος,
στο χώμα κι αν σε θέλησε το ανθρώπινο το μένος


κορίτσι, εσύ που δύσμοιρο δεν γνώρισες το χάδι,
εσύ, που δεν ευτύχισες παρά μες στο σκοτάδι,
τώρα που πια αναπαύεσαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια...
Καλό ταξίδι, αγάπη μου, ψυχή μου, πελαγίσια.


©Kalliopi Tsouchlis



Δύο φεγγάρια


Στάχτη μαζεύει η γραμμή μάταια κι απόψε δεν τελειώνει... Επισκέπτης βραδινός κι αναπόφευκτος, η θύμηση... Θυμάται και δακρύζει, ανήμπορη κοιτάζει έξω από το παράθυρο... Κι εκείνος απόψε τον ίδιο ουρανό αντικρίζει.... 

Δυο μάτια φεγγάρια δακρυσμένα, δύο στόματα ερμητικά κλειστά, στάχτη κι αποκαΐδια στολίζουν την βραδιά... Αφουγκράζονται την απώλεια, πονεμένοι απέναντι στην φρικτή μοίρα... 

Στοιχειωμένα σώματα, κουρασμένα μάτια, θόλωσαν στον πόνο... Δεν αντέχουν, καταρρέουν σ' οδυνηρή αυλαία... Παράσταση με θεατές εκείνην κι εκείνον... Ο καθένας στο δικό του σανίδι... Βασανίζεται κι αργοπεθαίνει... 

Κοιτούν τ' ακουστικό, κοιτούν και την οθόνη... Άψυχα και τα δυο και μια καρδιά κομμένη... Δαγκώνουν τα χείλη μήπως και σφραγίσουν την ανύπαρκτη αγκαλιά, στο ματωμένο αίμα που στο πάτωμα θα στάξει... 

Σε λίγο θα ξημερώσει, θα χαθούν... Δύο άνθρωποι σ' ένα κολάζ, κουρνιάζουν στο κρεβάτι, μιλούν σιωπηλά στο ψυχρό σεντόνι, μέχρι να ξυπνήσουν στο μοναχικό θάλαμο που έθαψε δυο ζωές... 

Καληνύχτα,  σ' αγαπώ...

Ήταν γραμμένο στην οθόνη...


©Kalliopi Tsouchlis



Κυανό


Τα μάτια σου, χρώμα φορούν της θάλασσας τα πλάτη
κι έχουν για λάμψη αμόλυντο το πάλλευκο τ' αλάτι.
Ό,τι περνά και σε θωρεί, πώς χαίρεται μπροστά σου,
πώς χαίρεται να ζει σιμά στα κύματα - ριχτά σου.


Τα χείλη σου, ροδόσταμο· λεπίδα - οργής, φωτιά.
Ποιος γλάρος που δε ζήλεψε τη δίνη σου, νοτιά;
Άνεμος γίνε και πανί για να βρεθείς κοντά μου,
για να βρεθείς με ανατολή μέσα στην αγκαλιά μου.


Δυο χρόνια που στερήθηκα το γαλανό σου κύμα
και δυο, σαν που σαλπάρισες με το λευκό σου ντύμα.
Με τη σιωπή κοιμήθηκα μονάχη έναν χειμώνα,
και μι' άνοιξη, που αγκάλιασα στου χρόνου τη βελόνα


και μάτωσα: σαν άκουσα τις βύθιες τις κραυγές σου
γι' αυτό, κλωστές και σου ΄πλεξα σκουτί το λυκαυγές σου.
Η οσμή, της νύχτιας θύμησης, στη μνήμη σου θυμάρι
και υπό τα τόσα θλιβερά, το ασύγκριτο φεγγάρι.




  

Απολογισμός


Εκείνη, ίδια η Θάλασσα, τρυφερή κι αδάμαστη κι εκείνος, ίδιος ο Ουρανός, μαγικός και όμορφος... Εκείνος που ανάβει τ' άστρα, μόλις τα μάτια της μελαγχολήσουν...

Ξαπλωμένη πάντα πάνω στο βυθό της, στα γαλανά ντυμένη, κοιτώντας τα Ουράνια κι εκείνος εκεί, να την κοιτάζει από ψηλά, να την θαυμάζει από κοντά και να στέλνει αστέρια μες στον κόρφο της…

Κάθε αστέρι μια ευχή, κάθε ευχή και μια ελπίδα… Μια ελπίδα που αγρυπνεί μαζί τους και ξημερώνεται αντικριστά… Τα μάτια του, καθρέπτης στην αγκαλιά της κι η Ανατολή, ντύνει τα χρυσαφένια της μαλλιά...

Άνεμοι και Άγγελοι, σαν πύρινο τείχος τους προστατεύουν... Ένας έρωτας θαλασσωμένος, η καρδιά της τερματίζει τα χειριστήρια μες στα δυο του χέρια...

Δύο χέρια Πλανήτες, στο χέρι της καρδιάς, ο ήλιος οδηγός, να λάμπει τις μέρες τους και στο δεξί, το φεγγάρι, να λάμπει τις νύχτες τους...

Τι κι αν οι άνεμοι καμιά φορά ταράζουν την γαλήνη;

Εκείνη σηκώνει κύματα θεριά κι εκείνος της χαμογελάει μέχρι να καλμάρει... Μονάχα εκείνος τιθασεύει την ψυχή της…

Απαράμιλλη η σχέση τους, πρωτόγνωρη αγάπη, θεμελιωμένη στη ματιά και στ' ανείπωτα λόγια που μαρτυρούν οι αγκαλιές τους... Δυνατές αγκαλιές, σφιχτές, μα και παραπονιάρες...

Ξέρεις, η Δύναμη τους, κρύβει ευαισθησία και παράπονο... Ο ένας μπροστά στον άλλον ξεκλειδώνει το συναίσθημα, ίσως γι' αυτό αγαπιούνται τόσο... Αφέθηκαν αφότου εμπιστεύτηκαν...

Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, τα σταυρωτά χείλη μαζί μιλούν, τα σταυρωτά χέρια μαζί αγκαλιάζουν, τα παραπονεμένα μάτια μαζί μελαγχολούν...

Αν ήξερες πόσο πονούν τις νύχτες και πως περνούν τις ώρες τους, θα βούρκωνε η ψυχή σου, πριν ακόμα στάξουν τα μάτια σου…

Ξέρεις τι είναι να νιώθεις πως μπαρκάρεις και η ψυχή σου να είναι έξω από το σώμα σου;

Ξέρεις τι είναι να ταξιδεύει ο νους σου ολημερίς;

Αν δεν ξέρεις, δεν θα σου πω… Θα καταλάβεις μονάχα αν τύχει και νιώσεις, ότι νιώθουν ο Ουρανός κι η Θάλασσα…

Κι αν έχεις τόση περιέργεια να μάθεις, πήγαινε πίσω από την κουρτίνα, ακούμπησε την παλάμη πάνω στο παράθυρο, ίσως τότε καταλάβεις…

Μόλις σουρουπώσει, μαζί θα κοιμηθούν, θα της ανάψει το φεγγάρι, να στολίσει τη Μεσόγειο και τ' αστέρια για να κοιτάζει τα μάτια της, μέχρι την Ανατολή...

Άλλωστε, ο Ουρανός κι η Θάλασσα, ενώνουν τα μίλια με ανάσες...

Καληνύχτα σ' αγαπώ...

Εγώ να δεις...


©Kalliopi Tsouchlis




Κυρά κι Αρχόντισσα


Γαλάζια Θάλασσα Κυρά παντοτινή ομορφιά μου,
που μάγεψες τα μάτια μου και την αγνή καρδιά μου,
έρωτα, εσύ που δάμασες άντρες, θεριά πανώρια,
που απ’ τις Κυράδες κράτησες και τώρα ζούνε χώρια


Των λιμανιών Αρχόντισσα, Θάλασσα! εσύ, του νόστου,
που από το μόλο σε θωρεί κι ο ναύτης του αγνώστου,
που καρτερεί στην ώρα του μες στη δική σου αγκάλη,
να τον καλέσεις, μάγισσα, στα πέλαγα σου πάλι


Δώσε σχοινί από τους βυθούς να το δεθώ ζωνάρι,
να κατεβώ στ’ απόκρημνα σαν άλλο παλικάρι,
να δω τι κρύβεις μέσα σου και στα βαθιά νερά σου,
για ν’ απογίνω πέλαγο κι άλλο μη ζω μακριά σου.


Θάλασσα, εσύ παντοτινή και γαλανή ομορφιά μου,
που θέλησα μες στην νυχτιά να κάνω ζωγραφιά μου,
στέκομ' εδώ και κλαίγοντας παρακαλώ σε, Κόρη,
τον πόνο μου ν’ απαρνηθώ σαν θα κοιτάζω πλώρη.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Οι άνθρωποι μας


Οι ωραίοι άνθρωποι δεν χρειάζονται την υπερπαραγωγή μες στην ζωή τους… Οι ωραίοι άνθρωποι μυρίζουν σεβασμό, εμπνέουν εμπιστοσύνη, κερδίζουν αγάπη, μοιράζουν χαμόγελα…

Οι ωραίοι άνθρωποι δεν κοστολογούν την ζωή τους μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, δεν ξοδεύουν την ψυχή τους στην μιζέρια, δεν το βάζουν κάτω όταν βρέχει… Λατρεύουν την βιοπάλη μέσα στο μπουρίνι, άλλωστε το χαμόγελο τους, γονατίζει και την μπόρα…

Οι ωραίοι άνθρωποι λένε την καλημέρα τους αλλιώτικα, στέλνουν την καληνύχτα τους ιδιαίτερα… Κάνουν ξεχωριστές τις λέξεις, δίνουν νόημα ακόμα και στην τελεία που κλείνει την πρόταση κι ανοίγει την πόρτα για το όνειρο…

Οι ωραίοι άνθρωποι, δεν κάθονται στην πρώτη σειρά, μα στην τελευταία, ακτινοβολούν σαν τ’ αστέρια από τα ψηλά πατώματα…

Οι ωραίοι άνθρωποι, όταν σου πουν πως σ’ αγαπούν, το νιώθουν και το εννοούν… Δεν μαγαρίζουν τις κουβέντες στον αέρα και τα χάδια στα λεπτά…

Οι ωραίοι άνθρωποι, όταν μας δουν γονατιστούς, απλώνουν ένα χέρι να μας σηκώσουν… Με το ίδιο χέρι μας αγκαλιάζουν… Χωρίς καν να το ζητήσουμε, χωρίς να απολογηθούμε…

Οι ωραίοι άνθρωποι λιγόστεψαν, μα ακόμα υπάρχουν… Δυσεύρετοι σαν τα ρουμπίνια, πολύτιμοι σαν τα σμαράγδια…

Αγαπάω τους ωραίους ανθρώπους και την ελευθερία που μαρτυράει το χαμόγελο τους…

Οι ωραίοι άνθρωποι δεν μιλάνε, μοναχά χαμογελάνε…


©Kalliopi Tsouchlis



Της Καπετάνισσας


Έχεις το βλέμμα του αετού και την ψυχή τ’ ανέμου,
σκληρή καθάρια κι όμορφη με χάρη χρυσανθέμου,
στα μαυρισμένα στ’ άπλυτα και στα σκουτιά, τριγύρω
μονάχα εσύ μοσχοβολάς της θάλασσας το μύρο.


Δίπλα στα βίντζια καρτερείς με το στουπί στο χέρι,
παρακαλώντας, θάλασσα μπουνάτσα να σου φέρει,
για να κοπάσει η θλίψη σου, να πάψεις να φοβάσαι,
για το κακό που σου 'καναν να πάψεις να λυπάσαι.


Έλα και πάλι, θάλασσα και πιάσε της το χέρι,
ως τα βαθιά σου να την πας εκεί που ζει τ’ αγέρι.
Εκεί που ζουν οι όμορφες γλυκές καλοκυράδες,
εκεί που χαίρουν οι επτά, οι ώριες οι Πλειάδες.


Εύγε σου Καπετάνισσα και του Πελάγου Κόρη,
που δεν νογάς τον φόβο τους μήτε το ξεροβόρι.
Εύγε σου Λασκαρίνα μου και γλάρε θαυμαστέ μου,
που δάμασες τα πέλαγα, καρπέ ευωδιαστέ μου.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Όνειρα


Κι ήταν τόσα πολλά εκείνα που ονειρευόταν να κάνει, βιαζόταν λες και ο χρόνος της τελείωνε… Ήθελε κι επέμενε να κάνει τόσα πολλά πράγματα μαζί…

Πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτιόντουσαν πως μπορεί, πότε προλαβαίνει και κυρίως γιατί ζει με τέτοιο ρυθμό…

Στις ερωτήσεις τους δεν απαντούσε, χάριζε ένα χαμόγελο και γύριζε την πλάτη… Βλέπεις, το χαμόγελο ήταν η άμυνα της, μια άμυνα που την βοήθησε να θωρακίσει την καρδιά της, ώστε να μην πληγωθεί ξανά…

Όμως δεν ήταν πάντα εφικτό, έκρυβε τόση αγάπη μέσα της, ζούσε τόσο έντονα την στιγμή λες κι οι δείκτες του ρολογιού σταματούσαν έκπληκτοι κι αυτοί να την κοιτάζουν… 

Λάτρευε να αγαπάει, είχε την θέληση και πάντα έβρισκε και τον τρόπο…

Ξέρεις τι αγαπούσε πιο πολύ;

Ν’ αντικρίζει πρόσωπα χαρούμενα, χαμογελαστά… 

Έκανε το παν για να χαμογελούν οι γύρω της… Νύχτα και μέρα πάλευε γι’ αυτό κι ας ήταν κουρασμένη κι ας ήταν διαλυμένη κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα… 

Δεν την ένοιαζε, μοχθούσε και επένδυε στην χαρά εκείνων που αγαπούσε…

Δεν το έκανε από ανάγκη, αλλά γιατί εκείνη διάλεξε να αγαπήσει όσους διάλεξε η καρδιά της, άρα όφειλε να στηρίξει το συναίσθημα και την επιλογή της… Όφειλε να χαρίζει την χαρά, τον ενθουσιασμό…

Ξέρεις τι είναι να μην έχεις τίποτα και να γεμίζει η ψυχή σου από χαρά, κάνοντας κάποιον άλλον να χαίρεται;

Ξέρεις τι είναι να κουρνιάζεις το βράδυ πάνω στο μαξιλάρι σου, αφότου όλοι πια κοιμούνται και στον απολογισμό της μέρας σου, να μετράς χαμόγελα;

Έτσι έκανε εκείνη, ή τουλάχιστον προσπαθούσε... Κάθε βράδυ όταν ερχόταν αντιμέτωπη με τον εαυτό της, μετρούσε χαμόγελα... 

Μισούσε τον πόνο, μισούσε και τα θλιμμένα πρόσωπα… Αγαπούσε τα όνειρα κι ας μην τολμούσε η ίδια να ονειρευτεί…

Όσες φορές ονειρεύτηκε, τόσες φορές γκρεμίστηκαν όλα σαν χάρτινος πύργος… Μόνο που μαζί με τον πύργο κάθε φορά γκρεμιζόταν κι εκείνη απ’ το σύννεφο που με κόπο απογείωνε στα μάτια της…

Κάποια στιγμή τα μάτια της, στέγνωσαν κι αυτά… Μια Θάλασσα γέμιζαν τα δάκρυα της, μια Θάλασσα και δυο ανάσες… Μια για όσα έζησε και μια για όσα μες στην ψυχή της κλείδωσε…

Κι ήταν σκληρός εκείνος ο απολογισμός, οδυνηρός για εκείνην, διότι εκείνη γονάτιζε στο παγωμένο δάπεδο και μετρούσε κάθε νύχτα, μες στην στάχτη του τσιγάρου τις πνοές της…

Ξέρεις, θέλει κουράγιο να πονάς και να τολμάς, να γελάς ενώ αιμορραγείς και να μην αφήνεις κανέναν να κοιτάξει τις κηλίδες… Εκείνες οι κηλίδες, που πάντα έμεναν κλειδωμένες στο υπόγειο…

Λάτρευε το φως, καρδιοχτυπούσε για να δει μια όμορφη Ανατολή, ακόμα κι αν η νύχτα που είχε διανύσει, είχε αφήσει πονεμένα αποτυπώματα…

Εκείνη τα στόλιζε τα αποτυπώματα, έδινε φως, χάριζε λάμψη, έδινε ζωή στα άψυχα κι εμψύχωνε το άλλοθι… 

Δύσκολα νοθεύεται το άλλοθι, ήξερε καλά να μετατρέπει το κόκκινο χρώμα του κρασιού, στο λευκό της ευτυχίας…

Έγραφε το κυρίως θέμα, όσο καλύτερα μπορούσε, γιατί ήθελε ο επίλογος, να είναι αντάξιος των προσδοκιών της… 

Φρόντιζε πάντα να εμπιστεύεται το ένστικτο της, ήταν ο συνεπιβάτης της στο ταξίδι της ζωής…

Κάπου προς το τέλος θα το άφηνε κι αυτό, θα συνέχιζε μόνη αγκαλιά με την ψυχή της, μέχρι να τερματίσουν οι παλμοί… Θαλασσωμένα όνειρα σ’ ένα ταξίδι εκπληκτικό…

Δεν την φόβιζε η μοναξιά, μα ούτε κι ο επίλογος… Ζούσε, τολμούσε κι αγαπούσε στον υπερθετικό βαθμό… Δεν άλλαζε για τίποτα και για κανέναν… Εκείνη κρατούσε τα ζάρια, εκείνη και τα πιόνια…

Ξέρεις, αν χαμογελάς στην Ζωή, εσύ φέρνεις τις εξάρες κι η Ζωή σε κοιτάζει έκπληκτη… Κι αν όλα πήγαιναν στραβά, ο Δικαστής της, πάλι θα την περίμενε… Ο δικός της Δικαστής, μα και παράλληλα το δικό της φυλαχτό…

Δίκαζε και δικαζόταν πάντα μόνη, μπροστά σε μια Θάλασσα… Μακριά από μάρτυρες και προσωπεία… Κι όταν η Θάλασσα χαμογελούσε εκείνη μονολογούσε,

Μου χρωστάει ένα ταξίδι η Ζωή…


©Kalliopi Tsouchlis 



Θαλασσινή


Έλα κοντά μου, Αρχόντισσα, του ήλιου θυγατέρα,
να σ' αγκαλιάσω που ποθώ και τούτη την εσπέρα.
Να σου φορέσω στα μαλλιά τ' ολόχρυσο στεφάνι,
να σε κρατώ στην αγκαλιά, σαν πιάνουμε λιμάνι.


Έλα! κοντά που σ' αγαπώ και που διψώ τα χείλη,
να σε χαρώ, σα να ΄τανε το τελευταίο μας δείλι.
Έλα κοντά για να σου πω δυο λόγια για τ' αστέρια,
πριν να ριφθούν στην άβυσσο και γίνουν πεφταστέρια.

 
Έλα κοντά, Θαλασσινή, μαζί μου να σαλπάρεις,
να σου χαρίσω τ' όνειρο κει που φυσά ο Βαρδάρης.
Να σου γνωρίσω τ' άπειρα τα μήκη και τα πλάτη,
να κοιμηθώ σε, μέσαθε στα χρώματα του αχάτη.


Τ' άστρα κι απόψε ξενυχτούν για σένα στη βαρδιόλα
κι ένα, ο καιρός που ξέβρασε στης πρύμνης τα πανιόλα.
Είπαν για σε πως στάλθηκε, για να 'σαι ευτυχισμένη,
καθάρια κι απαστράπτουσα ψυχή μου, αγαπημένη.


Οι χαραυγές, τα δειλινά, τα πέλαγα και οι κόσμοι
τα ηλιοβασιλέματα, οι βασιλικοί και οι δυόσμοι,
όλα για σένα φτιάχτηκαν, στο νου σου να τα χτίζεις
κι ό,τι, που δεν είναι σωστό, στα χάη να τα γκρεμίζεις.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ο κυματοθραύστης μου


Μέχρι τώρα, κατάλαβα πως τα μόνο που δεν γυρίζουν πίσω, είναι τα μίλια και η ευκαιρία…Ένα ταξίδι η ζωή,ένας πλους μοναδικός κι αστείρευτος…

Εκπλήξεις, εμπόδια, χαρές, λύπες, νοσταλγία, όλα αυτά γεμίζουν το μικρό μπουκαλάκι με το άρωμα της ζωής που επιθυμούμε…Μικρό το μπουκαλάκι, μικρή και η ζωή, όμως τα όμορφα αρώματα μπαίνουν σε μικρό μπουκάλι…

Έτσι δεν είναι;

Τώρα θα μου πεις, μπορεί πολλές φορές να αποστάξαμε τα ωραιότερα άνθη λουλουδιών και το άρωμα να μην πέτυχε…

Ε και;

Στο χέρι μας είναι, να το ρίξουμε στο πέλαγος των αναμνήσεων και να δημιουργήσουμε αυτό που επιθυμούμε, φορώντας το χαμόγελο μας για γούρι και την ελπίδα μας για επιτυχία…

Τότε θα πετύχει, θα μυρίζει τόσο όμορφα, που η αίσθηση και μόνο, θα σου κόβει την ανάσα…Κι αν κοπεί η ανάσα από το δυνατό σου άρωμα, κράτησε την πιο γλυκιά εκπνοή, στο επόμενο λεπτό μαζί μ’ ένα φιλί και ένα βλέμμα γελαστό…

Μην κοιτάζεις πρίμα, τ’ απόνερα πάντα θ’ ακολουθούν την πλώρη, είναι η μοίρα της πρύμνης αυτή… Να έρχεται πάντα δεύτερη και κουρασμένη…

Κατάπλωρα, θα δεις την ανατολή, κατάπλωρα θα δεις και το λυκόφως, στην βαρδιόλα την δική σου, στων ονείρων σου την αγκαλιά…Αρκεί να συναντήσεις τον κυματοθραύστη τον δικό σου, εκεί που το δικό σου κύμα θα καταλαγιάζει κι η αδάμαστη ψυχή σου θα απαγκιάζει…

Κι αν τον βρεις, κοίτα να τον κρατήσεις, τα κύματα όπως και τα τρένα μπορεί να είναι πολλά, τα δρομολόγια όμως είναι περιορισμένα…

Ξέρεις γιατί;

Γιατί τα μίλια κι η ευκαιρία δεν γυρίζουν πίσω…

Μην πετάς λοιπόν ούτε στιγμή της ζωής σου στο καλάθι των αχρήστων, άνοιξε μια τέμπερα και πιάσε το πινέλο, χόρεψε πάνω στον καμβά της ευτυχίας που αξίζεις κι η ζωή θα σου χαμογελάσει…

Αρκεί να την δαμάσεις, ξέρεις είναι ζόρικη και γένους θηλυκού…Μα, αν καταφέρεις να δαμάσεις την Θάλασσα, τότε θα εκπλαγείς από τον ωκεανό και τα χρυσά τα χρώματα του λυκαυγούς…

Γιατί αν σ’ αγαπήσει η Θάλασσα, θ’ αντικρίζεις για όσο ζεις, το χρυσό το χρώμα της Ανατολής και το λαμπρό των αστεριών το χρώμα…

Συνώνυμο της Θάλασσας και της Ζωής, της Αγάπης το Δρομόμετρο…


©Kalliopi Tsouchlis



 

Ο πνιγμός


Δεν είναι που δεν νοιάζομαι για σένα.
Ούτε και πως δεν θέλω να σου πω.
Είν’ τα καράβια, τα τοπία τα ξένα.
Δεν είναι που έπαψα να σ’ αγαπώ.


Δεν είναι που θέλω μακριά σου.
Ούτε που φταίει της μοίρας το γραφτό.
Δεν είναι πως δεν ήθελα κοντά σου,
και πως δεν ήθελα να ερωτευτώ.


Είναι γιατί 'θελα να δω την κτήση.
Πώς τα καράβια ταξιδεύουν στον καιρό.
Είναι γιατί 'θελα σε Ανατολή και Δύση,
Βορρά και Νότο, να δω τι φοβερό.


Πώς τα στοιχειά και τ’ άγρια της θαλάσσης.
Πώς η αστραπή και πώς ο χαλασμός.
Ήθελα – θα σου πω μα μη γελάσεις –
να δω… πώς ο αναπάντεχος πνιγμός.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Το δικό μου φυλαχτό


Μες στην μπόρα και την δίνη, καμιά φορά μπορεί να αντικρίσεις τα πιο μεγάλα κι όμορφα, τα πιο ακραία και μοιραία… Είναι εκείνη η στιγμή που πριν σχολάσει η μοίρα και δαμάσει τα όνειρα, αποφασίζει να αφήσει ένα δώρο…

Καμιά φορά βλέπεις τα δώρα, έρχονται τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα… Εκεί που τα φανάρια της λεωφόρου κοκκινίζουν σαν μια Μαύρη Θάλασσα, ανάβει το πράσινο, τα εμπόδια λυγίζουν κι όλοι οι δρόμοι σου ανοίγουν…

Είναι η στιγμή που καθηλώνεται το πριν και παραμένει ξεχασμένο, γιατί θέλησες εσύ να το ξεχάσεις, κλειδώνοντας στο τελευταίο συρτάρι της καρδιάς σου, αφήνοντας του ένα χαμόγελο και μια ελπίδα…

Το χαμόγελο εκείνο που σηματοδοτεί μια γελαστή καλημέρα και μια ελπίδα για αγκαλιά, όταν το δικό σου το φεγγάρι είναι μακριά σου…Κι αν τα άστρα πια θολώνουν, μια Σελήνη θα υπάρχει να στολίζει την δική σου την ψυχή…

Αρκεί να τολμήσεις να κοιτάξεις, να παλέψεις και ν’ αντέξεις… Άλλωστε ότι αξίζει προμηνύει μια φουρτούνα μες στα χνάρια της αγάπης…

Δύσκολη ζαριά η αγάπη, ένα παιχνίδι για δυνατούς και λίγους, μ’ αναρίθμητα σκαλοπάτια και μύριες νάρκες τριγύρω…

Κι αν αγαπάς τα σκαλοπάτια θ’ ανεβείς κι αν αγαπιέσαι, θα κοιτάζεις κάθε νάρκη, θα την προσπερνάς και θα χαμογελάς, ψιθυρίζοντας της,

Κι αν μπορείς να με λυγίσεις σκύλα, τόλμησε κι έλα…

Έλα να δεις τον άνεμο φτερό και την ψυχή δρολάπι… Μα κι αν αντέξεις και σταθείς, μην ξεχάσεις πως η Θάλασσα στο τέλος θα νικήσει…

Αδίστακτες οι νάρκες δακρύζουν μες στην ήττα τους κι εσύ κοιτάς τ’ αστέρια και τολμάς, χαράζοντας της καρδιάς σου το μονόγραμμα με τα λευκά τα κύματα…

Κάθε βράδυ μια πανσέληνο να ζεις και την ανατολή να την αγκαλιάζεις μέσα από τα μάτια που αγαπάς… Αυτή είναι η Ζωή, αυτό και το τίμημα της…

Ν΄ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι κι η ρουλέτα να χορεύει στον δικό σου τον παλμό… Κι αν ακόμα φοβάσαι την ευτυχία, κοίτα πίσω στο κενό, μάζεψε τα σμπαράλια κι άρπαξε το εισιτήριο της ευκαιρίας…

Να θυμάσαι, τα εισιτήρια είναι πολλά, οι ευκαιρίες λίγες…

Μένω εδώ γιατί ποθώ, στην καρδιά σου να δοθώ…

Φυλαχτό μου, σ’ αγαπώ…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ναυάγιο


Ήταν το βαρομετρικό που θόλωνε τη σκέψη.
Τις δύο χαμένες άγκυρες που μ’ έστειλες να βρω.
Σινιάλο μου έκανες χωρίς η λάμπα σου να φέξει,
κείνο το φως σου που ‘θελα και πια δεν καρτερώ.


Διπλώσου κάβος κι ύστερα μόλα μου την καδένα.
Τέσσερα οχτάρια η μπίντα σου και κάνε το σταυρό.
Με παίρνει το αντιμάμαλο κι ως όλα σκουριασμένα,
ψάχνω να δω τα χέρια μου πού τ’ άφησες να βρω.


Ήχος βαθύς κι απόκοσμος η θάλασσα που σκάζει.
Μα πού μου κρύφτηκες και πια καλά δεν σε θωρώ;
Οι εφτά ουρανοί το σάλπιζαν, την ώρα που χαράζει,
ρίξου μεμιάς κι απώθησε το σώμα σου στο υγρό.


Ζώσε χλωρό τη σάρκα σου και γίνε το αρμυρίκι.
Θάρρεψε! και ξαμόλησε σε πέλαγο ανοιχτό.
Για ν’ αλαφρύνεις, θρέψου με θαλασσινό σκουλήκι.
Για να βαρύνεις, ντύσου με της νύχτας το ριχτό.


Τώρα ως βυθίζει σκέφτεσαι πώς τ’ άταφο το σώμα.
Πώς ξενιτεύτηκες γιατί και πού 'θελες να πας.
Μι’ αγάπη, που σε καρτερεί για ένα φιλί στο στόμα,
κι ένα παιδί, που ξέχασες να πεις πως τ' αγαπάς.


©Kalliopi Tsouchlis



 

Φυγή ΙΙ


Κάποια στιγμή, λίγο πριν το τέλος, κλήθηκε να έρθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της… Εκείνη, ο καθρέπτης και τ’ αδειανά της χέρια… Τα τσιγάρα αραδιασμένα στο τασάκι κι η στάχτη τριγύρω να κουρσεύει τον λυγμό…

Το μυαλό της σαν μια πύρινη φλόγα που έκαψε κάθε ρανίδα λογικής, την ανάγκασε να μιλήσει στον καθρέπτη και τα λόγια σαν μαχαιριές τον ράγιζαν… Κάθε λέξη μια πληγή, κάθε δάκρυ μια στάλα αίμα…

Αμείλικτη η ουσία κρατώντας σφιχτά μιαν απουσία αθέλητη, δύσμοιρη και κακογραμμένη σ’ ένα βρεγμένο πακέτο από ανύπαρκτα όνειρα… Κι εκείνη εκεί, όρθια να κοιτάζει το καταρρακωμένο είδωλο και τις χαμένες της στιγμές…

Στον καθρέπτη απέναντι, έγραψε και τον επίλογο, δίχως μελάνι πια… Την θέση του πήρε το δάκρυ που θόλωνε το γυαλί κι η παγωμένη της ανάσα που βύθιζε τον νου της… Δεν είχε άλλη επιλογή…

Τι κι αν δεν ήθελε, αναγκάστηκε να το κάνει… Ήξερε καλά πως οι δυο λέξεις που σημάδεψαν την ζωή της, δεν θα πουληθούν ποτέ και σε κανέναν… Η περηφάνια κι η νοημοσύνη…

Δυο λέξεις, μια ζωή κι ένα τέλος στο μεταίχμιο… Ξέρεις ποιος πονάει πιο πολύ; Εκείνος που δίχως να θέλει, φεύγει… Εκείνος που τολμάει να κάνει την γροθιά μαχαίρι και να το καρφώσει κατάστηθα…

Εκείνος που κοιτάζει το αίμα του και του φωνάζει, φύγε να με λυτρώσεις… Εκείνος που γονατίζει μόνος με την αυλαία στα πατώματα και την ψυχή στα παρασκήνια…

Άσχημη παράσταση η φυγή, άσχημη κατάληξη κι ο πόνος που επιφέρει…

Δυστυχώς,

Η Μοίρα της αγάπης πάντοτε πενθεί…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Κυρά του Βοσπόρου


Του πηγαιμού είν' οι μέρες μας ατίμητες.
- Τόσα πολλά 'ναι ανάμεσά μας. -
Οι βάρδιες μοναχά μένουν ακοίμητες,
να μην πνιγούμε, στα όνειρά μας.


Κι αν ο βυθός σου λέει "κατάπλωρα"
την θελκτική φωνή να μην ακούσεις.
Τον ήχο ν' αποτρέψεις κείνο ανάπλωρα
και την καμπάνα τρεις να κρούσεις:


"Αγέρωχη Λεβέντισσα και κόρη τ’ Αρχαγγέλου,
που μάτωσαν την Χάρη σου με την ριπή του βέλου,
κοράκια μαύρα σκυθρωπά σου χάραξαν τη σάρκα,
κι έφυγαν τα βλαστάρια σου με πληγωμένη βάρκα.


Τα μάτια τους τ’ αλλόθρησκα ξερίζωσαν τα σπλάχνα,
θανή κι οδύνη βούρκωσαν κι άνθρωποι δίχως άχνα.
Λεβέντες γέννησες Κυρά και Κόρες αντρειωμένες,
ατίθασες κι ατσάλινες, στην πλάση ξακουσμένες.


Σου νόθευσαν το όνομα με των παιδιών το αίμα,
μα ο Ρωμιός πάντα κοιτά με αντρειωμένο βλέμμα.
Στέκεις λαμπρή και ξακουστή στολίδι του Βοσπόρου.
Δακρύζουν τα ναυτάκια σου στα ρέλια ποντοπόρου.


Στην πρύμνη η Σημαία μας και στην καρδιά η κόψη,
για του Βοσπόρου την Κυρά μ’ Ελληνική την όψη,
για σένα! Βασιλεύουσα θα ζω και θα θυμάμαι,
αντάμα με τ’ αδέρφια μου πάντα θα σε τιμάμε".


©Kalliopi Tsouchlis


 

Μια Ελλάδα πόνος


Είναι εκείνοι που κάηκαν ζωντανοί και γέμισε η Μεσόγειος μια χούφτα στάχτη, που χάθηκαν σε ενός λεπτού σιγή, είναι κι άλλοι που καίγονται καθημερινά και ζουν ακόμα…

Είναι εκείνοι που μαρτυρούν καθημερινά, για ένα κομμάτι ξερό ψωμί, αφού δεν έχουν πια την άνεση να μασήσουν φρέσκια ψίχα, αλλά μπαγιάτικη κι αποκαμωμένη σαν τα κορμιά τους…

Είναι εκείνα τα σιωπηλά μεροκάματα, που ξυπνούν από τις δυο τα ξημερώματα ή από τις έξι, δεν έχει σημασία… Είναι εκείνοι που βγαίνουν στον δρόμο και οδηγούν, κουρασμένοι, άυπνοι και ακόμα σφίγγουν τα χείλη κι αντέχουν, για πόσο ακόμα;

Κανείς τους δεν ξέρει…

Δεν έχει σημασία αν δουλεύουν στο γραφείο με ευπρεπή ενδυμασία, ή αν τρέχουν μες στον καύσωνα, φορώντας μια βερμούδα…

Τους μισούς, τους λιώνει ο ήλιος, αφυδατώνει την σάρκα τους και δαμάζει την ζωή τους… Τους υπόλοιπους, τους λιώνει μια οθόνη υγρών κρυστάλλων…

Είναι κι εκείνα τα γεροντάκια, που ''λιμοκτονούν'' στην εποχή των θαυμάτων και αύριο που τελειώνει ο μήνας, θα υποφέρουν μες στην ζέστη του Ιούλη, για να πάρουν την σύνταξη για την οποία έσκισαν τα γόνατα και τις χούφτες τους, για να την αποκτήσουν...

Και τώρα τι;

Τώρα τίποτα...

Στάσεις λεωφορείων, πλημμυρισμένες από κόσμο, περιμένουν να γυρίσουν σπίτι, δεν έχουν άλλη επιλογή ε;

Χάθηκε η επιλογή, μαζί και η μιλιά μας...

Όπως και να ‘χει κάθε βράδυ και οι μεν και οι δεν, εξαντλημένοι επιστρέφουν σπίτι, πονούν τον αυχένα τους, υποφέρουν από πόνους στο χέρι, στην πλάτη...

Ο χειρότερος πόνος όλων, είναι εκείνος της ψυχής μας, που ραγίζει κάθε μέρα... Σκέφτεσαι τον πόνο τον δικό σου, αντικρίζεις ένα φίλο στο δρόμο να μιλήσεις, ακούς τον δικό του και ψιθυρίζεις ''και μη χειρότερα...''

Ίσως δεν τολμάς να μοιραστείς τα δικά σου βάσανα, γιατί τα βάσανα του διπλανού, είναι μεγαλύτερα...

Και τ' άλλα βάσανα, είναι μες στα νοσοκομεία, που δεν υπάρχει χώρος ούτε καν για την στιγμιαία αναπνοή...

Άλλωστε ποιος αναπνέει πια;

''Στην εισπνοή λυγίσαμε, στην εκπνοή δακρύσαμε...''

Εν ολίγοις, ταλαιπωρημένα κορμιά, πέτσινα κουφάρια της βιοπάλης και του μόχθου…

Γονατίζουν, μα μέσα τους ζει μια Ελλάδα που αγαπούν, ένας Ύμνος, ο Σταυρός και η Σημαία… Εκεί εναποθέτουν την ελπίδα τους πια…

Άλλωστε η ελπίδα, καταλήγει πάντα στον επίλογο…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Τρισήλιο


Σ’ ένα καράβι σου άφησα τα μελισσιά μου μάτια
κι εκείνο, σε αναζήτησε στης Γης τα μονοπάτια.
Στο κάσαρο χρόνια κρατώ μιαν αγκαλιά τ' αστέρια
και σ' τα σμιλεύω πάλλευκα να φτιάξω περιστέρια


για σένα! εγώ, που ξόδεψα της ζήσης το κουβάρι,
για να σε βρω στ' απύθμενα κι όπου πετούν οι γλάροι.
Μ' έναν εξάντα σ' έψαξα και πέρ' από τον ήλιο.
Σ' έπλεξα και σε ξέπλεξα με δίπλοκο τρισήλιο.


Τι νοσταλγώ στα κύματα μες στ' άγριο ξεροβόρι,
τι τραγουδώ στα πέλαγα με τ’ άστρα πανωφόρι.
Θα προσδοκώ, θα καρτερώ μέχρι να σ' ανταμώσω.
Πριν γίνει ο άνεμος πουλί και τα φτερά μου δώσω


θαλασσινέ Διαβάτη μου, του πόθου φυλαχτάρι,
που καρτερούσα την αυγή μον' τη δική σου χάρη,
που πόθησα τα μάτια σου, το θαλασσί τους χρώμα,
που αγκάλιαζα τις Θάλασσες σαν το δικό σου σώμα


που ερχόσουν με τ’ αφρόντυμα, το θαλασσί μαντήλι,
και δίψαγαν τα πέλαγα να σου φιλούν τα χείλη,
τα γιασεμιά, τ’ αγιόκλαδα για σε που γονατίζαν
στα κάλλη σου, και τ’ άνθη τους στ' απλόχερα χαρίζαν


με μαϊστράλια, μ' ευανθούς και με νοτιάς ζαφείρια,
τώρα κινείς στα πέλαγα και χτίζεις τα γιοφύρια,
ένα για μένα π' αγαπώ και νοσταλγώ στ' αγιάζι,
κι ένα για σένα, που ποθεί η ψυχή, για ν’ αγαλλιάζει.

©Kalliopi Tsouchlis

 


Η απόχρωση


Ψυχές και δράματα, ζωές και δρώμενα, γλύφουν μια φλόγα ανελέητη, σε μιας στιγμής αποκαΐδια… Κι εκείνη η βροχή που ποτέ δεν ήρθε, έμεινε ανάμνηση στο πριν κι οδύνη στο μετά…

Πόσα πριν και άλλοθι, σέρνει κάθε πλάτη; Πόσα ψέματα λύγισαν κάθε σπόνδυλο κι έμεινε το κουφάρι λυγισμένο κι ανήμπορο στα όσα;

Πέρασαν οι μέρες και οι μήνες, τα χρόνια κι οι καιροί και στην παρακαταθήκη, μια μικρού μήκους ταινία να εξιστορεί τ’ ανείπωτα…

Σε μια πιρόγα, ήρθε μια σφαίρα να καρφωθεί στον κρόταφο και να φωνάξει δυνατά : 

'' Εδώ είμαι ξαναπαίζω…''

Γυμνά κορμιά φλεγόμενα, στάχτες τριγύρω, συντρίμμια κι ένα κλειδί σκουριασμένο στην γωνία…

Εκείνο της εξόδου το κλειδί, ανήμερος ο νους στην θέληση της δύναμης, θύμα της καρδιάς…

Νυχτέρια μύρια σκοτεινά, δίχως φεγγάρι, δίχως αστέρια κι όνειρα… Δίχως ανάσα… Δίχως απάγκιο…

Σ’ ένα μόλο γερασμένο ξεβρασμένες ελπίδες κι αντοχές στο περιθώριο και μια καταχνιά ανυπέρβλητη…

Χάθηκε ο ήλιος στην σκιά του, κρύφτηκε η λάμψη του στη λέξη που δεν ακούστηκε ποτέ… Κι έμεινε το ''Αν'' να αγκαλιάζει το κορμί μ’ ένα σεντόνι δακρυσμένο…

Τραβηγμένη η αγάπη μεσολάβησε στα τρύπια όνειρα, σε μια θάλασσα βαθιά… Δακρυσμένη στο μεταίχμιο, θλιμμένη στον επίλογο…

Παρονομαστές, το μαύρο και το γκρι, σε μια σκληρή απόχρωση του τέλους που προμήνυε το μέλλον σ’ ένα σκισμένο δίχτυ…

Έσταξε η χαρά την συντροφιά κι ήρθε η σιωπή, οδυνηρή, φοβισμένη και δεδομένη…

Τελικά, είναι πολύ σκληρό το βλέμμα της απόχρωσης…

Να προσέχεις τον συνδυασμό, προμηνύει την φυγή…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Της χωρισιάς βελόνι


Σαν ο καιρός καλμάρισε την Αμφιτρίτη, και είδα
που απ’ τα βαθιά ξεπρόβαλε λαμπρή η Ωκεανίδα,
κέντημα που 'χε τους καιρούς μιαν αγκαλιά στα χέρια,  
του γαλανού τ' απέραντο, τα φωτεινά τ’ αστέρια,


ένοιωσα - λες κι ήμουν εγώ, η πελαγίσια κόρη,
που δάμαζε τις θάλασσες και τ' άγριο ξεροβόρι. 
Που 'χε πνιγμούς κει στου βυθού τα φοβερά τα Ηλύσια.
Που δε λιβάνι και παπάς, ταφή στα κυπαρίσσια.


Στην κουπαστή μια χαρακιά και μι' άγκυρα στα χέρια
κρατώ, πλάι στα ναυάγια, στη βάρδια, στα νυχτέρια.
Λυγμός, που δάκρυ απόγινε σε πλήθος ξεχασμένους,
τη νύχτα που προβόδιζα τους αδικοχαμένους.


Κέντησα εγώ τις θάλασσες και μάτισα τους κάβους,
δίχως καθάριο γαλανό και δίχως αστρολάβους.
Στα λιγοστά τα νιάτα μου: μια νύχτα στην Ριβιέρα,
ξόδεψα τ’ ώριο νυφικό στου Χάρου την καλντέρα.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Σκληρή για να λυγίσει ΙΙ


Κάπου εκεί μέσα, στο άλλον άκρον του μεσονυχτίου, γέμισε η νύχτα φως… Αποφάσισε να ρισκάρει κι αν πονούσε, τι;

Κάθε όμορφο κι αληθινό πονάει, σκέφτηκε… Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κι αποκρίθηκε σιωπηλά στο παγωμένο δωμάτιο και στον εαυτό της…

Τώρα, αλλιώς ποτέ…

Το κερί έλιωνε αργά, δάκρυζε… Λες και χάθηκε η αίσθηση, στον παρονομαστή του χρόνου, στο μεταίχμιο της θέλησης…

Μέσα στο πηλίκο της διαίρεσης πήρε την απόφαση, να μιλήσει, να δακρύσει, να ταραχτεί κι εν τέλει ν’ αλαφρώσει το φυλλοκάρδι της…

Δεν δίστασε στα πρέπει, δεν φοβήθηκε τα δύσκολα, δεν λύγισε στα μαυρισμένα είδωλα του δρόμου, που καθρεπτίζονταν στο στίγμα της βροχής…

Ήταν Σκληρή για να λυγίσει, ήταν Δυνατή για να παραδοθεί, ήταν σαν την Θάλασσα… Απρόβλεπτη, ειλικρινής, ατίθαση…

Εκείνη ήταν τα πόδια της κι όταν η μοίρα θόλωσε και βούρκωσε τα μάτια της, εκείνη έγινε και το δεκανίκι της…

Δεν στηρίχτηκε πουθενά, δεν ανέχτηκε το μικρόβιο, μα το εξαφάνισε όπως του άξιζε, εν τη γενέσει… Το χώμα, το έπλασε όπως θέλησε...

Έγινε η πέτρα ατσάλι και μια Θάλασσα το δάκρυ…

Δεν αξίζει δάκρυ η ζωή… Μ’ ακούς που σου μιλάω;

Τσάκισε την αν μπορείς, γίνε κύμα και λαβή…

Κρύσταλλο γίνε λαμπερό να την διαλύσεις… Μην διστάσεις, δεν σου πρέπει… Κι αν γονατίσεις κρύψου, να μην σε δει κανείς…

Μα ακόμα καλύτερα, κρύψου πίσω από την κουρτίνα, μην σε δει ο εαυτός σου κι απογοητευτεί…

Αγωνιστής θα πει να ζεις και ν’ αγαπάς, να πορεύεσαι με την σκυτάλη και να λούζεται από τον ιδρώτα σου…

Να γλιστράει στην παλάμη κι όσο τολμάει να φύγει, τόσο να την κρατάς σφιχτά, σαν πυρωμένος σίδηρος…

Σκληρός και κακοτράχαλος ο δρόμος, τα φώτα απουσίαζαν, την νύχτα εκείνη… Πόσο τραγική κατάντησε η κομψότητα σ’ εκείνη την ζωή που διάλεξε ν’ απουσιάζει…

Πόσο άξιζε τελικά να μεταμορφώσει εκείνη η ίδια, την απουσία σε παρουσία και το παρελθόν σε θεμέλιο για το μέλλον…

Σαν μικρού μήκους ταινία, είδε το πριν… Λευκή γραμμή το διαπέρασε ανελέητα… Χάθηκε, ερχόταν το μέλλον, λυρικό κι εύηχο…

Κάποια στιγμή θυμήθηκε, πως είχε ξεχάσει κάτι...

Μονάχη ήταν και φώναξε δυνατά,

Σήκω πάνω…

Έλα κοντά μου, μην το βάζεις κάτω… Δεν θέλω τα μάτια σου να κλαίνε...

Στα λεπτά που ακολούθησαν, αποφάσισε να προχωρήσει…

Έσφιξε τόσο έντονα τα χείλη της που μάτωσαν… Κοίταξε το αίμα που έσταξε στην άσφαλτο και σηκώθηκε όρθια…

Οργίασε η δίνη που έκρυβε εντός της κι είπε,

Μικρή Ζωή, μου ανήκεις…

Στο υποσέλιδο του ναύλου σου, θα γράψω τ’ όνομα μου…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Γαλανόλευκο


To Γαλανό και το Λευκό, τα 'χω αγκαλιά στην κλίνη
και τη σελήνη ελλήνισα στο Φως που κατευθύνει. 
Δώσ' μου, Θεέ μου, δύναμη τ' αστέρια να μετρήσω
και τη χαρά, σαν πέφτανε, στα χέρια να κρατήσω.

 
Δώσε στ' αγνάντι θάλασσες, τα δειλινά, τους φάρους, 
της λυκαυγής τα χρώματα και τους λευκούς τους γλάρους.
Από στεριά να λυτρωθώ και μόλο να μην πιάνω,
να ξεστρατίζει η σκέψη μου και τούτα να ξεχάνω.

 
Να 'χω σκαντάγιο να μετρώ τ' απύθμενα νερά της,
κι από τα στρίτσα, ως άγκυρα να πέφτω στα βαθιά της.
Να ξεγλιστρώ στα κύματα, το φρένο να μην πιάνει,
ν' αναζητούν στα πέρατα καπτάνιοι και βαρδιάνοι.

 
Δίχως εξάντα κι άγκυρα στα κάτω της θαλάσσης,
χιλιόχρονα να εξερευνώ τις μύριες της εκτάσεις.
Να 'χω ναυάγια να μετρώ: τ' ατσάλι πώς πληγώνει,
η αρμύρα που τα σκέπασε κει που η σκουριά ζυγώνει.

 
Να 'χω σκουτί τ’ αφρόντυμα και το κορμί νερένιο,
κι άνθρωπο πια μη ματαδώ, μακάρι και πνιγμένο.
Έτσι, από τούδε αναζητώ κάποιον βυθό, να στάσω:
τα θλιβερά τ' ανθρώπινα για πάντα να ξεχάσω.


©Kalliopi Tsouchlis 


Πάλλευκα φτερά


Να μου κρατάς το χέρι και μην σε νοιάζει… Θέλει φτερά για να σταθεί η αγάπη, θέλει τον άνεμο αντικριστά και την πυγμή στην πλώρη…

Τα όνειρα είναι όμορφα όταν τα κάνουμε μαζί… Ποιος εκείνος που δεν ονειρεύτηκε μια νύχτα με βροχή;

Αναρωτιέσαι;

Κι αν τάχα ήρθαν και λάβωσαν το χαμόγελο που απλόχερα τους χάρισες, σήκω ψηλά και πέτα… Ήρθε το ξημέρωμα, ήρθε και ο ήλιος…

Τον ουρανό κατάματα να δεις και μην φοβάσαι… Τα εύκολα τα γνώρισαν πολλοί, τα δύσκολα όμως τα λύγισαν οι λίγοι…

Εκείνοι οι σιωπηλοί, εκείνα τα θεριά… Η πίκρα που κρύβεται στο γέλιο και στο χάδι, προμηνύει την ελπίδα για συνέχεια…

Δάμασαν τις μέρες σου, έλα εδώ και τσάκισε τις νύχτες τους… Πάρε τ’ ανάστημα στον ώμο και την ζωή στο τιμόνι, γίνε η πυξίδα σου και φύγε μακριά…

Μονάχα μην ξεχάσεις τ’ αστέρια και τα λευκά πουλιά, δεν γίνονται αντιληπτά από όλους… Η λάμψη κι η δύναμη χαρίζονται στους λίγους…

Κάνε πέρα την οδύνη, κοίταξε τριγύρω, ο κόσμος σου γελάει… Αγκάλιασε τα χέρια σου κι αγάπησε εσένα…

Μισούν την αγάπη, μισούν και τον αγώνα, δείξε τους πως είναι η νύχτα σαν ξυράφι… Το αίμα που έσταξε από τις φλέβες σου, κάνε το μπρούσκο κρασί, να το κοιτάζεις, να θυμάσαι σαν θα φεύγεις…

Ο ορίζοντας απλώθηκε μπροστά σου κι η σκυτάλη στολίζει την παλάμη σου… Ατσάλι γίνε και παλμός, για να σ’ ακούς και να σ’ αγαπάς…

Να φυλάγεσαι, οι αετοί αρμόζουν στα ουράνια…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αισθητοί Ορίζοντες


Αγαπώ τόσο πολύ τα μάτια σου,
γιατί;
Μια Ημέτερη Θάλασσα καθρεπτίζεται εντός τους,
ποια Θάλασσα είναι αυτή;
Η Μεσόγειος, εκείνη που σε γέννησε.
Πάψε, μην κλαις…
Δεν πρέπει…
Γιατί;
Χρωστάς στα μάτια σου.
Τι;
Το απολεσθέν χαμόγελο σου…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Το τελευταίο αναφιλητό


Τα συντρίμμια κι οι στάχτες κοστολογήθηκαν μετά την μπόρα… Όταν πέρασε ο χρόνος, κλείδωσε τον πόνο στο συρτάρι, τον κόπο και την ανάμνηση… Θεωρούνταν πλέον περασμένα, μα όχι ξεχασμένα…

Ήρθε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και εκείνο το ψυχρό κορμί της, που θύμιζε διαλυμένη λαμαρίνα αυτοκινήτου… Τρόμαξε από αυτό το οποίο αντίκρισε, στο παγωμένο γυαλί του καθρέπτη…

Κοίταξε τριγύρω της, σκοτάδι… Γονάτισε στο δάπεδο μ’ ένα τσιγάρο που καθώς καιγόταν, έμοιαζε με τα χαμένα χρόνια της και τις θλιβερές στιγμές που δίχως να επιλέξει έζησε… Αναπόφευκτος πόνος κι οργή κύκλωναν τα χέρια της που γέμισαν πληγές…

Δεν ζήτησε ποτέ τον έρωτα παρά μόνο την συντροφικότητα… Ήξερε πως ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης... Ήθελε να μοιραστεί την μοναχική ζωή της και κάθε όμορφο που ζούσε εντός της, να βγει και προς τα έξω… Να πάρει χρώμα η μέρα και άρωμα η νύχτα…

Μα ποιος ν’ αφουγκραστεί την αγάπη, σ’ έναν κόσμο ματωμένο και χιλιομπαλωμένο σαν ένα ρούχο κακής ποιότητας… Ρητορική ερώτηση, εν όλω…

Πάλι δάκρυσε, πάλι πόνεσε, πάλι λύγισε… Αργά ή γρήγορα συνήλθε, μάζεψε τα κομμάτια της και προχώρησε… Μισούσε να σέρνεται, σαν έρμαιο των γεγονότων… Λάτρευε το χαμόγελο που ενέπνεε δύναμη ψυχής…

Κανείς δεν γνώριζε τις νύχτες πως περνούσε… Τι κι αν χτυπούσε το τηλέφωνο, ενώ εκείνη έκλαιγε… Σκούπιζε απαλά τα δάκρυα της ψυχής της κι απαντούσε πάντοτε χαμογελαστά…. Ήθελε να βλέπει τους άλλους να χαμογελούν….

Γνώριζε δυστυχώς τι σημαίνει η λέξη πόνος γι’ αυτό και δεν ήθελε ν’ αντικρίζει θλιμμένα πρόσωπα… Κάποια στιγμή σιωπηλά και μόνη, έκανε μια μικρή ανάλυση τριών λέξεων… Πόνος, θλίψη, αγάπη...

Κάπου εκεί μέσα, άρχισε να γνωρίζει τον εαυτό της και να αγκαλιάζει την δύναμη που ήταν καλά κρυμμένη μες στα σπλάχνα της… Κάπου εκεί μέσα, κοίταξε τη ζωή κατάματα και χαμογέλασε...

Στο τελευταίο αναφιλητό της, σώπασαν τα μάτια της…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Οιωνός


Οι ρίμες μου και οι υγροί μου στίχοι,
από τ' ατσάλινο της άγκυρας το νύχι,
μια νότα μουσικής από τ' αστέρια
κι από τους ψίθυρους στο διάβα με τ' αγέρια.


Το σώμα αυτό που αγκάλιασες πέρα στης Χιος το φάρο,
πώς ήθελα για μια στιγμή να ζω να το κιαλάρω,
κι αν την ψυχή καλάρισες με τα χρυσά σου χτένια...
αγάπη που σ’ ονόμασα Χρυσή και μεταξένια,


τα δυο σου μάτια, Θάλασσα! αστράπτοντα, καθάρια!
Και τα γλυκά τα χείλη σου πανσέληνα φεγγάρια
να νοιώσω, από το πελάγο κι όλα της Γης τα μάκρη,
σαν σου μετρώ τα κύματα στης Χιος πέρα την άκρη.


Τάξε γοργόνα στο φτερό - μες στης αυγής το νήμα,
για να τον δεις ολάνθιστο με το λευκό το ντύμα,
στον ήλιο και να καρτερείς μακάρια την αγάπη,
τη νύχτα που σαλπάριζες μες στο σφοδρό δρολάπι.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Το τάμα


Σήκω και πάρε το στρατί που πάει για το μουράγιο,
να σου θωρώ τα κύματα για να 'βρω το κουράγιο,
ως να σιγάσουν οι άνεμοι και να χαμογελάσουν·
της θάλασσας τ' ανήμερα για λίγο να κοπάσουν.


Κι αν δεν μπορέσεις μάτια μου να ρθείς να μ’ αντικρίσεις,
ευχή μου και λαχτάρα μου να μη με λησμονήσεις.
Εγώ θα στέκω ολημερίς και θα προσμένω αγάλι,
Να 'ρθεις τη μέρα που ποθείς μες στην δική μου αγκάλη,


ώστε με πάθος, στον δικό μου κόρφο να κρατήσω,
κι ό,τι απ’ τον έρωτα ζητάς θερμά να σου χαρίσω.
Έλα μου αγάπη, γέλα μου και δείξε πως υπάρχεις,
Τα πέλαγα και τις στεριές κι ό,τι που θέλεις να ‘χεις.


Ώρες και μέρες θα σταθώ σε τούτο το μουράγιο,
και στην Αγια Μαρκέλλα μας να στήσω εγώ τ’ απάγκιο,
παρακαλώντας την θερμά για να σε φέρει αγάλι,
στην στερημένη από καιρό που λαχταρούσα αγκάλη.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Μεσόγειος αγάπη


Γνωρίστηκαν ξαφνικά, ένα βροχερό απόγευμα, τόσο αναπάντεχα… Ο ένας, χτύπησε την πόρτα της καρδιάς και της ζωής, του άλλου… Κι οι πόρτες, άνοιξαν διάπλατα.

Οι απαγορευτικές πινακίδες, τα πρέπει και τα μη, τα όχι και τα λάθη, μπήκαν κάτω από το χαλί, του έρωτα… Δύσκολος δρόμος, κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες, μα εκείνοι, δεμένοι κι αγκαλιασμένοι σ’ έναν κάβο, που τον έλεγαν Αγάπη.

Τι κι αν τους χώριζαν τα μίλια… Μετονόμασαν την απόσταση, σε χάδι αιωρούμενο και τις μοναχικές νύχτες, σ’ ελπιδοφόρες αγκαλιές.

Πονούσαν κι οι δυο, μάτωναν σιωπηλά… Έμοιαζαν τόσο πολύ, ήταν τόσο ίδιοι, κόντρα στους καιρούς, κόντρα και στους κόσμους… Πορεύτηκαν χωριστά, μέχρι την μέρα που γνωρίστηκαν, είχαν όμως, κοινό προορισμό.

Δεν συζήτησαν ποτέ για το μέλλον, προσπάθησαν να ζήσουν τις στιγμές, που τους χρωστούσε η ζωή… Κάποια στιγμή, εκμηδενίστηκε η απόσταση… Έκαναν το δάκρυ γέλιο και την απώλεια, συντροφιά… Συναντήθηκαν ένα παγωμένο Σάββατο, του Φλεβάρη.

Όπως τη μέρα που τους ένωσε η ζωή, από μακριά… Αγαπούσαν τη βροχή τόσο πολύ, λάτρευαν τη μελαγχολική νότα τ’ ουρανού, καθώς έσταζε λευκά σμαράγδια…Η ίδια τους η συνάντηση, πέρασε πάνω από πύρινα εμπόδια, η λάβα της φωτιάς, τους άγγιξε, δίχως να τους κάψει.

Ήταν ανένδοτοι και οι δύο κι έτσι τα κατάφεραν… Όταν αντάμωσε ο ένας τον άλλον, επικράτησε σιωπή… Τα λόγια έπεσαν από τις τσέπες, σαν κέρματα κι απλώθηκαν μπροστά τους, στα πέταλα των λουλουδιών…Δεν είχαν τίποτα να πουν, χάθηκε η θέληση της φωνής.

Ακουγόταν οι κτύποι της καρδιάς, η καυτή ανάσα της ψυχής κι η αγάπη, που σφράγιζε στο φιλί…Όταν συνειδητοποίησαν, πως είναι μαζί κι αγγίζουν ο ένας τον άλλον, μίλησαν, εξωτερίκευσαν ό,τι θαμμένο υπήρχε, μες στα σπλάχνα τους.

Ήταν τόσο ήρεμοι κι οι δυο, ένα αξιοζήλευτο δίδυμο, απαράμιλλης σχέσης… Ενωμένοι με τους τέσσερις ορίζοντες, ταξίδευαν με λευκά πανιά της μοίρας…Οι δείκτες του ρολογιού, δεν ήταν με το μέρος τους… Περνούσε η ώρα και χανόταν, σαν τ’ απόνερα του καραβιού, φευγαλέα.

Ήταν εκεί, τον κοίταζε κι αναρωτιόταν, αν ήταν αλήθεια, όλο αυτό… Ένιωθε πως περπατάει, ανάμεσα στα σύννεφα, χαράζοντας στον ουρανό, τ’ όνομα του…Η φωνή του, δάμαζε την ψυχή της κι απέβαλλε κάθε φόβο, τρόμο και λυγμό… Κάποια στιγμή, το ρολόι τερμάτισε, ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.

Γάντζωσαν όση δύναμη κι αν είχαν εντός τους και στάθηκαν όρθιοι… Δεν μιλούσαν πάλι, βουβός πόνος γέμιζε το δωμάτιο…Δυο κουφάρια πληγωμένα, φλέβες αιμορραγούσαν κι η σάρκα τους, κατάπινε το αίμα, μην ξεμυτίσει σταγόνα εκτός.

Φρικτή δύναμη ψυχής, αγκαλιάστηκαν, γνωρίζοντας πως το ταξίδι τους, μόλις είχε αρχίσει… Για λίγο, θα άλλαζαν τις πορείες τους, μέχρι το στίγμα, να τους ένωνε ξανά.

Μπήκαν κι οι δυο σ’ ένα ταξί, ένας κίνησε για το λιμάνι κι άλλος για το αεροδρόμιο, στα μισά της λεωφόρου χωρίστηκαν μ’ ένα φιλί, γεμάτο υποσχέσεις και ενταφιασμό συναισθημάτων.

Ανάμεσα τους, ένα αεροπλάνο κι ένα σκαρί, η θάλασσα τους ένωσε, ο ουρανός τους χώριζε… Οι μέρες που ακολούθησαν, ήταν τόσο δύσκολες… Πνίγηκαν σ’ αυτά που ένιωθαν, γεννήθηκε η τραγική αμφιβολία, η οποία σκοτώνει.

Επανήλθε η αρχική σιωπή, όμως εκείνοι, μιλούν με την καρδιά, όπως έκαναν πάντα… Γνωρίζουν κι οι δύο, πως όταν καλπάσει η μπόρα των ψυχών τους, θ’ ανταμωθούν.

Και κάπως έτσι, σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτί, που αγκίστρωσε στο φυλλοκάρδι της, του έγραψε,

Μαζί γράψαμε τον πρόλογο, μαζί θα γράψουμε και τον επίλογο,

Αγαπώντας σε, περιμένω να γυρίσεις…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αίπος


Σύρε και λύσε το σχοινί που σε κρατάει στα βάθη,
του έρωτα ν’ ανταμωθούν τ’ άχραντα εκείνα πάθη.
Σε καρτερούσα από καιρό με τον Σταυρό στην πλάτη,
θωρώντας σε σαν θάλασσα την δροσερή κι αφράτη.


Έλα και δώσε μου έρωτα και μίλα μου γι' αγάπη,
δίχως ο φόβος να σε βρει μες στο σφοδρό δρολάπι,
δίχως και πάλι η ξενιτιά να πάρει μακριά μου,
εσέ, που σε λαχτάρησε και πόθησε η καρδιά μου.


Έλα, καρδιά μου, φυλαχτό κει στην Αγιά Μαρκέλλα,
να σε κοιτώ! να τραγουδώ! να σου φωνάζω, γέλα.
Ν’ αναριγούν τα μέσα μου, ν’ αναριγεί όλ' η πλάση,
τα πεύκα της, το Αίπος της και τα μεγάλα δάση.


Γι’ αυτό, τον άνεμο σκαρί κάνε τον και πατρίδα,
για ν’ αρματώσεις τ’ όνειρο στου χρόνου τη λεπίδα.
Να σ’ αγαπώ, να νείρομαι, να σ’ έχω πια δικό μου,
Να σ’ έχω μέσα στην καρδιά, στη σκέψη, στ’ όνειρο μου.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ναυάγιο


Ο Νικόλας επιτέλους, άγγιξε το όνειρο, άρχισε να το πλάθει και να το κάνει πραγματικότητα… Ζούσε και δούλευε εν πλω, μέσα στη θάλασσα, που γεννήθηκε κι ανδρώθηκε.

Ψιλός, μελαχρινός, με βλέμμα που καθήλωνε πύρινα δεσμά και στο διάβα του σκληρός, απρόσιτος μα και συνάμα ευαίσθητος… 

Μια γαλήνη, έκρυβε μέσα του, που λίγοι μπόρεσαν να διακρίνουν.

Εκείνοι, που είδαν πίσω από τη θολή κουρτίνα, τον ξεχώρισαν ανάμεσα, στο πλήθος της ωχρής μάζας… 

Τον αγάπησαν για την αύρα που τους χάριζε, απλόχερα.Περίμενε για να μπαρκάρει, εκείνες οι ημέρες, δεν ήταν σαν τις άλλες… Δεν ήταν χαρούμενος σαν άλλη φορά, κρυμμένο το κεφάλι, ανάμεσα στα πόδια… Κοίταζε το φυλλάδιο και έκλεινε τα μάτια.

Μια πάλη, ανάμεσα στο θέλω και στο όχι… Πρώτη φορά ένιωθε έτσι, σαν ένα μαύρο πέπλο να κάλυψε το πρόσωπο του… Ήταν το προαίσθημα, ήταν η σκοτεινή ώρα, που διαισθάνθηκε.

Ετοίμαζε τη βαλίτσα, που θα τον αποχώριζε από τη Μάνα του… μέχρι να γυρίσει πάλι, πίσω στην αγκαλιά της… Ώσπου, χτύπησε το τηλέφωνο, το βαπόρι έπιασε λιμάνι, φουντάρισε.

Φεύγεις του αποκρίθηκαν, πετάς για Ιταλία… Θα πέσετε δίπλα στη Τεργέστη,για εφόρτωση, στις 20 του μήνα κι από ‘κει θα φύγετε....Ποιο είναι το ταξίδι, απάντησε έντρομος… 

Μα, η απάντηση ήταν, θα ταξιδέψετε  και βλέπουμε…Η καρδιά του, κόντεψε να ξεσκίσει τα σπλάχνα του και να πέσει στο δάπεδο, μέχρι να ξεψυχήσει.

Κατέβασε το ακουστικό κι ένα δάκρυ στοιχειωμένο, κύλησε στα γένια του, απάνω… Σε έξι ώρες πέταξε για το σκοτεινό ταξίδι… Φοβισμένος και αγχωμένος, σκέψεις και σκέψεις έλιωναν τα σωθικά του.

Μέχρι που έφτασε κι όταν είδε, τη σκάλα ξαπλωμένη στο ντόκο, σαν να ηρέμησε λιγάκι, η ψυχή του… Ένιωσε πως το σημάδι, ήταν εδώ πια και θα τον σαλπάριζε μακριά.Σαβουρωμένο το αμπάρι Νο.4 και το αμπάρι Νο.8…Η οδηγία  δόθηκε από τις τοπικές αρχές, μέχρι να βγουν από το λιμάνι.

Η προπέλα γύρισε , με 98 στροφές στα χειριστήρια, ξεκίνησαν να πάνε για φόρτωση, στο άγνωστο λιμάνι, μέχρι τότε.Το ίδιο βράδυ, ταξιδεύοντας πλέον, άρχισαν τον αφερματισμό των αμπαριών… Περασμένα μεσάνυχτα και η Μεσόγειος έβραζε… Λες κι ο Ποσειδώνας, προμήνυε το κακό.

Νευρικός και κουρασμένος, κοίταζε τα φίδια-κύματα, που γάζωναν τη λαμαρίνα… Ένιωθε το Χάρο να πλησιάζει, άρχισε να τρέμει, αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία…Πέρασε καμιά ώρα, μα το καρδιοχτύπι όλο και δυνάμωνε… Και, ξαφνικά γύρω στις τρεις το χάραμα, ακούστηκε η πρώτη έκρηξη…

Πανικός κύκλωσε τον αλουέ, κοιτούσε μάτια δακρυσμένα γύρω του… Ηρεμήστε μωρέ, φώναξε δυνατά, όλα καλά θα πάνε…Ήταν θέμα λεπτών, το σκαρί, άρχισε να παίρνει κλίση και η τραγική Εντολή για Εγκατάλειψη, ακούστηκε πέρα ως πέρα.

Μέτρησε εικοσιτρία άτομα, έλειπαν επτά…Ο χρόνος δεν συγχωρούσε, αν περίμενε κι άλλο, ίσως μετρούνταν τριάντα οι αγνοούμενοι.

Η λογική τον χαστούκισε, όσο κι αν η καρδιά πονούσε…Μπουκάρισαν σαν τα σκυλιά, στη σωστική τη λέμβο, χωρίς τους άλλους, έλειπε ο Καπετάνιος του, ο καλύτερος του φίλος.Μα πως, αφού εκείνος έδωσε την εντολή;Τι συνέβη...

Ταξίδευαν για λίγες ώρες, μέχρι που κάτι ψαράδικα τους βρήκαν…Όλοι αναστατώθηκαν, από τη χαρά της Σωτηρίας, εκτός από εκείνον, είχε καρφωθεί η σκέψη του στο λαβωμένο πλεούμενο.Εκείνο που κατάπιε, άλλες επτά οικογένειες και τύλιξε το μαύρο σεντόνι τόσες ζωές… Έκλαιγε ασταμάτητα, δεν είχε πια τον έλεγχο.

Περισυλλέχτηκαν και μεταφέρθηκαν σ΄ένα κέντρο υγείας, μόνο που δεν θυμήθηκε ποτέ, το που και το πως… Σαν να κόλλησε η θύμιση, του στη στιγμή της εγκατάλειψης… Πέρασαν μήνες και όλοι τους θεωρούνταν αγνοούμενοι.Άστραψε και βρόντηξε η ματωμένη χώρα, που έκλαιγε τριάντα θαλασσοδαρμένους… Καμία επικοινωνία  δεν τους επιτράπηκε ποτέ και με κανέναν.

Αυτή ήταν η εντολή, μέχρι που ένα μεσημέρι, ήρθε γράμμα από την Αθήνα, να τους πάρουν όλους από το φτηνό ξενοδοχείο που διέμεναν για τόσο καιρό… Και να ταξιδέψουν για την Ελλάδα τους.Η μάνα του κοιλοπονούσε, κάθε μέρα από εκείνο το τραγικό βράδυ… Σαν να τον γεννούσε ξανά, για δεύτερη φορά… Μα, στην αγκαλιά της, έπαιρνε μόνο αίμα, αντί για εκείνον.

Η πτήση ήταν απευθείας για τη Χώρα τους κι από ‘κει στην επαρχία, όπου έμενε ο καθένας… Αξύριστος, τα γένια του έθρεψαν, τιμούσε το πένθος εκείνων που ταξίδεψαν για πάντα στα παγωμένα νερά.Οι ώρες γρήγορα πέρασαν και το ταξίδι της επιστροφής, έλαβε τέλος… Έφτασε στο νησί του, και μόνος τράβηξε την πλώρη, για το σπίτι που μεγάλωσε.

Φτάνοντας, ένα ‘’Αχ’’, κύκλωσε το χωριό του, γονάτισε και φίλησε τα χώματα που τον εγέννησαν…και το χέρι του έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα.Μα σαν την άνοιξε, ήρθε αντιμέτωπος με τη μαυροφορούσα κοκέτα…Σκληρή σαν από χάλυβα, δεν λιποθύμησε, δεν δάκρυσε ούτε μια στάλα…Μόνο φώναξε και είπε,

Γιε μου,

Κι άνοιξε τα χέρια της σαν τριαντάφυλλο , τον τράβηξε κοντά της και γονάτισαν μαζί κι αγκαλιασμένοι σφιχτά, σαν να τους είχαν αλυσοδεμένους.Κάποια στιγμή της είπε μόνο τούτο…

Μάνα, χάσαμε επτά…Εκείνη με λυγισμένο το κεφάλι στον ώμο του, είπε.

Μην λαβώνεις άλλο τη ζωή σου, τόσο ήταν το λάδι στο καντήλι τους.Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, ο πόνος γινόταν πιο απαλός…Άρχισε να χαμογελάει λίγο ίσα-ίσα, να φύγει το σκοτάδι.

Ένα βράδυ, ξύπνησε ιδρωμένος και φώναζε ‘’Ευχαριστώ’’.

Εκείνη, έτρεξε κοντά του, τι συνέβη Παλικάρι μου του αποκρίθηκε;

Μάνα , ήρθε και με βρήκε ο Καπετάνιος, χαϊδεψε το χέρι μου και είπε ,

‘’Ζήσε Νικόλα, δεν φταις εσύ, έκανες ότι μπορούσες, μόνο τούτο θέλω να πέμψεις στην Σμάρω τη γυναίκα μου πως θα την αγαπώ για όσο η ψυχή μου ταξιδεύει’’.

Σαν η Ανατολή ξεπρόβαλλε…Σηκώθηκε, ξυρίστηκε και πήγε να βρει τη Χήρα, για πρώτη φορά…Φοβόταν την κραυγή της, μα έπρεπε.

Και σαν πήγε και τον είδε, έλαμψε το πρόσωπο της, ‘’εσένα σ’ αγαπούσε’’, του αποκρίθηκε…Μίλησαν για όλα, άνοιξαν διάπλατα τις καρδιές τους στο τραπέζι.

Φεύγοντας του ευχήθηκε ‘’Ώρα καλή στην  Πλώρη σου Καπετάνιε, πάρε το επόμενο βαπόρι να ταξιδέψεις τους Ωκεανούς και η ευχή του πάντα να ‘ναι το μελάνι της Σφραγίδας σου’’.


©Kalliopi Tsouchlis 


 

Ανυπότακτα όνειρα


Μπαλωμένο κρύσταλλο θυμίζεις απόψε, ζυγώνεις, ματώνεις, σκοτώνεις και φεύγεις…Γυμνός, εντός κι εκτός, γυρεύεις ν’ απολογηθείς, μες στην δική μου Ιθάκη…Σαράκι η γύμνια σου, λιμνάζει μες στην σάρκα…

Τραγικά τα καρφωμένα ερωτηματικά, σαν τις βίδες στρέφονται, στον νου σου…Σώπα, δεν έχει νόημα, το γυαλί πάγωσε…

Αναλογίστηκες ποτέ τι σημαίνει έρωτας; Κι αν δεν γνώρισες τη μεθυσμένη ανατολή, κάνε ένα βήμα, με τη φαντασία σου…

Η νύχτα πίνει το γιατί, σε δυο φιλιά κομήτες, σε δυο κορμιά φλεγόμενα κι απ’ αγάπη ποτισμένα…

Σε δυο φωτιές, ενώνονται χίλια ποτάμια ρίγους και η βραδιά μεθάει στην υφή και σ’ αγκαλιά λογίζεται… Κι ο ήλιος, έρχεται να στεγνώσει το υγρό, της λήθης άγγιγμα…

Κι είναι εκείνες οι μέρες, που αποκτούν νόημα…Ξαφνικά, δίχως λόγο, δίχως αιτία… Ακόμα κι αν ο ουρανός δακρύζει, στις δικές σου ίριδες, λάμπουν ακρογιαλιές και δάση μεταξένια…

Και κάπου στο μεταίχμιο, κλωστή που σπάει ο πόνος, κουβάρι που ξετυλίγεται  η ελπίδα…

Να ελπίζεις, για να φωτίζεις τα όνειρα μου…


©Kalliopi Tsouchlis 


 

Μπότζι


Κοχύλια ψάχνω κι όνειρα μες στα ξανθά μαλλιά σου,
κι έναν κισσό αλγεριανό στο χρώμα των ματιών σου,
να σ’ ευωδιάζει ολονυχτίς μες στην χλωμή σου κλίνη,
για σένα που δακρύζουνε τ’ αστέρια και η σελήνη.


Κι αν δεν σ’ αντάμωσα ποτέ και το κορμί δεν είδα,
στον ήλιο σ’ έταξα μεμιάς στην λαμπερή του αχτίδα.
Φοράς αλλόκοτη ομορφιά στον κόσμο που σπανίζει,
σαν ίδια πορφυρόχρωμη καμέλια που ανθίζει.


Δεν έχει τρόπο η Θάλασσα να ρθεί να σου μιλήσει,
μονάχα με το κύμα της στον πόνο θα δακρύσει,
είναι γυναίκα και φορά το γαλανό της ντύμα,
εκείνο, που το νείρεσαι με τον αφρό της πρίμα.


Ποιο δειλινό να προσδοκά και ποιαν αγάπη, μόνη;
Μονάχη πέρα δέρνεται και στις ερμιές θυμώνει,
λικνίζεται, δεν σκιάζεται τα ρέλια τα σπασμένα,
θεριό κι ανήμερο κορμί στου χρόνου τα χαμένα.


Ορίζεται με τη χλωμή τη φορεσιά της, αύρα,
ν' αποτινάξει τα σκουτιά του Χάροντα τα μαύρα.
Ν' αγαπηθεί και μόλις βρει λιμάνι ν’ απαγκιάσει,
κείνο το πλέριο σου κορμί ν' αδράξει και να στάσει.

©Kalliopi Tsouchlis


 

Άπαξ 


Μία παγωμένη νύχτα, μόνη και βυθισμένη στ' ανείπωτα, 
ήρθες στην πλώρη μου, φανάρι απροσπέλαστο...
Θαρρείς, η λάμψη σου, φώτισε το παρελθόν μες τη ψυχή μου, 
ένα παρόν, μου χαμογέλασε κι ένα μέλλον την αγκαλιά του άνοιξε...


Τα δάχτυλα μου, παγωμένα κι η καρδιά αυτόματος πιλότος…
Τα δάκρυα καυτά, αγκάλιαζαν το πρόσωπο, λες κι ήταν 
οι παλάμες σου, εκείνες που με χαϊδευαν...
Η σκέψη μου, ταξίδευε στα μάτια σου, για χρόνους και καιρούς...


Εντός μου κράτησα, τα κλειδιά της αρνησιάς και πάλεψα, 
μ' εκείνο το θεριό...Τρεις συλλαβές, οι μέρες κι οι νύχτες μου…
Κοιτούσα τη φωτογραφία, γελούσα στο κενό...
Τ' αγκάθια σου πολλά, αμέτρητες πληγές...


Καρφώθηκες στα σωθικά μου, πήρες και την καρδιά μου.... 
Άφησες το βλέμμα μου, να σε κοιτώ, για να σε νοιάζομαι, 
να παίρνω δύναμη στο λυτρωμό...Στης τροχιάς μου, το κατώγι, 
εσύ ήρθες στον επίλογο κι έμελλε να γράψεις, μύρια μυστικά...


Φυλαχτό εντός μου σε κρατώ, σε χίλια ξημερώματα...
Κάθε χάδι και λεπτό, κάθε ώρα και διωγμός.... 
Κι αν τα χρόνια, προσπεράσουν, στο κάτοπτρο μου, 
τ' όνομα σου, θα φαντάζει... Της μοίρας μου διωγμέ, να με  θυμάσαι… 


Σ’ αγαπώ…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ανεκπλήρωτο


Κάθε που θέλω να θαυμάσω, την έκτασή σου τη μεγάλη,
πάω στο περιγιάλι.
Το άγριο σου κύμα για ν’ ακούσω, και στη δροσιά σου να με λούσω·
στο μαϊστράλι.


Έρωτα – Θάλασσα, ουρανέ μου, έρωτα εσύ παντοτινέ μου,
πάλλευκε γλάρε,
έλα και πάρε με μαζί σου, να γίνω αρμύρα και πληγή σου,
του νου μου Φάρε.


Ω, Θάλασσα, κρινογαλάζια, που απ’ τα πολύτιμα τοπάζια,
στη συλλογή μου,
που ‘χω απ’ το Μίνας Ζεράις, φέρει, κι από το λόφο του Μοντερρέι, 
- πέτρα δική μου.


Γόησσα συ, παραμυθένια, που’ χω στο νου μου αγνάντια κι έγνοια,
παλιά μου φίλη,
γλυπτή από χέρι Ποσειδώνα, που μου ‘γινες μέσ’ στον χειμώνα,
θρήνος… καντήλι…


©Kalliopi Tsouchlis

 

Κούρσα στην βροχή

 

Ξέρεις, όταν βρέχει οι γραφιάδες σεργιανίζουν στα σοκάκια της ψυχής τους, βλέπεις εκείνοι όπως κι άλλοι, γεννήθηκαν σ’ ένα φθινόπωρο και ζουν μες στον χειμώνα, απαξιώνοντας το καλοκαίρι…

Κοιτάζεις την βροχή κι εκείνη η τραβηγμένη κουρτίνα, μαρτυράει την αλήθεια που στα χείλη καθηλώνεται…

Η μουσική, χορεύει με νότες στη βροχή κι ο νους ταξιδεύει σε μέρη απόκοσμα, ρομαντικά…

Έχεις περπατήσει στην βροχή ;

Αν όχι,  τότε σίγουρα δεν μπορείς να καταλάβεις, πόσο όμορφα είναι όταν ο Ουρανός βρέχει ελπίδες… Αναρωτιέσαι πως έρχεται η ελπίδα μέσω της βροχής;

Σκέψου μόνο, πως το ουράνιο τόξο γεννιέται λίγο μετά την μπόρα... Μόλις καλπάσει η δίνη, γεννιέται κι η ελπίδα…

Άφησε την ανάσα σου πάνω στο υγρό τζάμι τώρα που βρέχει, κλείσε τα μάτια και πήγαινε με τον νου, εκεί που το κορμί δεν πάει… Κάντο, θα με θυμηθείς…

Κι αν σου φαίνεται ρομαντικό, τότε μην κοιτάζεις την βροχή μες στο σκοτάδι… Άνοιξε το φως και βάλε τον ρομαντισμό στο συρτάρι…

Κλείδωσε τα όνειρα σου και κοίτα το κενό, δεν θ’ αντέξεις για πολύ… Όλοι λυγίζουν όταν η φύση κερνάει…

Έχεις οδηγήσει στην Εθνική με συντροφιά τα μπουρίνια τ’ Ουρανού και την καρδιά σου στο κοντέρ;

Κάντο, άσε τους τρελούς και τους ονειροπόλους να τραβάνε την Ζωή από τα μαλλιά… Της αξίζει η επιβλητικότητα, μόνο έτσι την δαμάζεις…

Αλλιώς θα σε τρομάξει, θα φορέσει το αγγελικό της πρόσωπο και μόλις την ερωτευτείς, θα πετάξει την μάσκα και θ’ αντικρίσεις το σκοτεινό αγρίμι που κρύβει καλά μέσα της…

Τρόμαξε την λοιπόν, πριν το κάνει εκείνη…

Κάνε καταδύσεις κάτω από την ήλιο και μέσα στο νερό, βγες να χορέψεις κάτω από την βροχή, σκεπάσου με τ’ αστέρια τις νύχτες με φεγγάρι…

Την ώρα που η πόλη ησυχάζει, βγες στον δρόμο και κάνε το μεσονύχτι έρωτα και γοητεία… Χαμογέλα στην Ζωή που κοιτάζει την εκθαμβωτική στιγμή που της χαρίζεις…

Κι αν μελαγχολήσεις, κοίτα να χαμογελάς… Οι ωραιότεροι στίχοι γράφονται σ’ αδύναμες στιγμές από δυνατές ψυχές…

Να θυμάσαι, η πένα είναι μόνιμα ερωτευμένη με τον χειμώνα…

 

©Kalliopi Tsouchlis


 

Βαρομετρικό


Ήταν το βαρομετρικό που θόλωνε τη σκέψη
με το μπουρίνι σθεναρά μαντάτα να σου πέμψει,
κι αυτό, το ανεμολόγιο που δίχως πια τον δείκτη,
χάνονταν μες στα κύματα κειδά, στο μεσονύχτι.


Δίχως εξάντα και όνειρα και δίχως τον βερνιέρο,
πάλευα τον ορίζοντα γιορντάνια να σου φέρω,
να τα φορέσεις στα μαλλιά να λάμψεις σαν τον ήλιο,
να σε ζηλέψουν οι ουρανοί και κάθε τι το ανήλιο.


Με το σκαντάγιο μέτρησα τις ράδες και τα βάθη
και τ’ όνειρο, που αποζητά για σένα κι αναπλάθει,
να ταξιδεύεις δίχως να, στα χέρια σου μια πέτρα,
δίχως τα βέλη του Έρωτα και τη χρυσή φαρέτρα.


Μηδέ που χάραξε ουρανός απόψε - ακτή δεν είδα -
μηδέ που ο φάρος έφεξε της τύχης τη σανίδα.
Στου πηγαδιού μηδέ 'φεξαν τα ολόφωτα τ' αστέρια,
μα κι ούτε που 'δα της στεριάς τα φώτα της τα πλέρια.


Γι' αυτό κι ο αγέρας σου 'στειλε της ξενιτιάς μαντάτο,
στερνό φιλί στο γράμμα μου με φυλαχτά γιομάτο.
Με τ' αγιοκέρι του καιρού και το χρυσό γιορντάνι,
οι άνεμοι να σε κρατούν κει που η βροχή σε ράνει.


Το μύρο, που σε βάπτισε της γαλανής θαλάσσης,
με την φουρτούνα φόρα το τον Χάρο να δαμάσεις.
Κι αν τύχει τύχη και το θε μουράγιο ν' απαγκιάσεις,
στα μάτια μου πριν κρεμαστείς να δεις πώς οι κολάσεις


σύρε ως εκεί, που αναζητώ στα δίδυμα φεγγάρια,
τ' απομεινάρια για να βρεις απ' τα δικά μου χνάρια.
Σύρε να βρεις πού κείτομαι κι έλα να σ’ αγκαλιάσω,
στα δίπλα μου για να σε δω και να μπορώ να φτάσω.


Με το κουμπάσο χάραξα στο χάρτη τ’ όνομα σου,
κι απ΄ την βαρδιόλα φύσηξε κι ένοιωσα τ' άρωμα σου.
Όπου κοιτάζω θάλασσα και σ’ ανταμώνω, φως μου,
σου ψιθυρίζω στ’ ανοιχτά τα σ’ αγαπώ του κόσμου.



©Kalliopi Tsouchlis




Γυναίκα Θάλασσα


Τι σημαίνει η Θάλασσα για σένα;

Κοίταξε μες στα μάτια μου βαθιά, φαντάσου πως μια Θάλασσα αντικρίζεις και πάλεψε να κοιτάξεις μέσα στο βυθό της...

Θα δεις ν' απλώνεται μπροστά σου, σαν μια Κόρη ντυμένη στο λευκό και στο γαλάζιο, θα σου χαμογελάσει ακόμα κι αν ο βυθός που είναι τα σπλάχνα της δέρνεται ανάμεσα στη σκουριά της βυθισμένης άγκυρας...

Γνωρίζει καλά να κρύβει κάθε λάθος μες στο πάθος και να αμύνεται μέσα στη βουή των κυμάτων της... Δεν τιθασεύεται, δεν φυλακίζεται...

Την ελέγχει σταδιακά ο άνεμος, εκείνος βουρλίζεται κι εκείνη οργιάζει σε μια πίστα από κύματα...

Δεν συγχωρεί τον πόνο, δεν συμπονεί τον φθόνο, θα σου χαρίσει ονειρικά ταξίδια μονάχα αν μιλήσεις στην καρδιά της, μην προσπαθείς να καταλάβεις άδικα τι κρύβει μέσα της...

Θα σου επιτρέψει να κοιτάξεις μες στα σωθικά της μονάχα αν θελήσει κι αν σ' εμπιστευτεί, θέλει κόπο όλο αυτό, θέλει σθένος...

Δύσκολος αντίπαλος η Θάλασσα και στα δύσκολα λίγοι μένουν πάντα, εκεί κρίνονται οι παρόντες κι οι απόντες... Εκεί που ξεσπάει η δίνη...

Γένους Θηλυκού η Θάλασσα, πονάει, γεννάει, γονατίζει, δακρύζει μα είναι Σκληρή για να λυγίσει...

Λίγοι την καταλαβαίνουν, ακόμα λιγότεροι την αγαπούν...

Μα να θυμάσαι πως αξίζει να την αγαπήσεις, πέραν των ορίων της στεριάς...

Ελπίζω να σου απάντησα τι σημαίνει η Θάλασσα για μένα κι αν κατάλαβες καλά μόλις τώρα γνώρισες μια Γυναίκα Θάλασσα, γερό κι ασάλευτο σκαρί...



©Kalliopi Tsouchlis



Οδυσσέας και Πηνελόπη  II


Θάλασσα, εσύ – γαλήνη μου και της καρδιάς μου μούσα,
πόθε γλυκέ του ονείρου μου που από παιδί κεντούσα,
μύρια καράβια κι εύμορφα που σου 'πλεκα λιμάνια,
με χάντρες και σε στόλιζα με τα χρυσά γιορντάνια,


πού είναι, πια και δεν μπορώ να νιώθω μακριά μου,
κι άλλο δεν έχω παρ’ αυτά τα έρμα δάκρυα μου,
κι ό,τι από εκείνου τ’ όνειρο ξεπλέκω μεσημέρι,
να το αναπλέκω ψάχνοντας ποιο κύμα θα τον φέρει.


Παρακαλώ σε, θάλασσα, φέρε τον πάλι πίσω,
απόψε, τώρα! που ποθώ τα χείλη να φιλήσω,
πόνο μη νιώθω, στεναγμό κι άλλο να μη λυπάμαι.
Να πάψω πια, σαν όνειρο και μόνο να θυμάμαι.


......................


Θάλασσα, σμαραγδένια μου και νόστε της καρδιάς μου,
που μάγεψες συ τ' αύριο της σιωπηρής μιλιάς μου,
δώσε κι απόψε της ψυχής το δροσερό σου χάδι,
να βγω για λίγο απ' το βαθύ το δολερό σκοτάδι


Θάλασσα! σμαραγδένια μου σ' εσέ θα γονατίσω,
για να σου πω τον πόνο μου και να σου μολογήσω,
πως στ' αλμυρά μου δάκρυα, ελπίδα έχω κρυφή μου,
κύμα να φέρει, να μπορεί να τρέφεται η ψυχή μου.


Ω πλατυτέρα, Θάλασσα, Σε Παναγιά που ράνω
με τ' άγια μύρα της καρδιάς, τον πόνο μου να γιάνω,
απόψε πάλι λαχταρώ να ερχόταν πάλι πίσω.
Γονυπετούσα, προσδοκώ πάλι ζωή να ελπίσω. 


©Kalliopi Tsouchli


 

Γράμμα εν λευκώ


Ένα γράμμα η Ζωή, με κεφαλίδα που δεν επέλεξες, έχεις όμως την επιλογή να γράψεις το κυρίως θέμα, με το χρώμα της πένας που αγαπάς… Να στολίσεις κάθε πτυχή, κάθε στιγμή…

Όμορφο χρώμα το μαύρο, ακόμα ωραιότερο όμως είναι το κόκκινο… Διαφορετικά χρώματα… Κι όμως μοιάζουν τόσο… Έχουν ένα κοινό στοιχείο, ξέρεις ποιο είναι αυτό;

Η λαχτάρα… Κουρνιάζεις μες στο μαύρο πέπλο, μόλις πέσουν τα φτερά σου κι αγκαλιάζεις το αίμα σου που κυκλώνει κάθε φλέβα σαν το ρεύμα...

Κοκκινίζεις μόλις το συναίσθημα ζυγώσει στην ψυχή σου, κοιτάζεις την μαύρη στάχτη κι απλά γυρίζεις την πλάτη…

Δράση και αντίδραση σε μια στιγμή μικρή… Σ’ ένα άλλοθι βαμμένο με τα χρώματα του λυκαυγούς…

Κάπως έτσι το κυρίως θέμα, αποκτάει σάρκα και οστά, κάνει λάθη που λυγίζουν και όνειρα ακραία… Στα μοιραία και στ’ αλλοτινά, τιθασεύεται η ψυχή…

Βλέπεις εκείνη δεν φυλακίζεται, πάντα βρίσκει διέξοδο, ακόμα κι όταν εσύ κοιτάζεις το βυθόμετρο ενώ πλέεις στον Ωκεανό, εκείνη ξέρει να σε ταξιδέψει στον Βορρά, με μια σάρπα της Δύσης και διέξοδο στην Ανατολή….

Η Ανατολή κεντημένη από ακτίνες και χρυσάφια, λησμονεί τα πάθη και τα λάθη, στο μεταίχμιο ορίζει την Δύναμη μαζί με την Ελπίδα…

Στο σταυροδρόμι τους, θα συναντήσεις το χαμένο σου κουράγιο μα κι αν η πλεύση είναι οδυνηρή, μην ξεχάσεις πως τα ταξίδια γεννήθηκαν για όλους, η Θάλασσα όμως ανήκει στους λίγους…

Στο χέρι σου είναι το γράμμα της ζωής σου, να 'χει την σπίθα της λαχτάρας και την αλμύρα της ακρογιαλιάς…

Δημιούργησε και γράψε τον καλύτερο επίλογο, σίγουρα δεν γνωρίζεις το τέλος, γνωρίζεις όμως το παρόν, πάνω σε αυτό χτίσε με τριαντάφυλλα την βάση… Τα χρώματα θα τα βρεις κατά την διάρκεια του πλου…

Κι αν το μαύρο νοθευτεί, ρίξε παντού το λευκό…

Όσο είσαι εδώ και παίζεις, κοίτα να παίζεις καλά…

Στην παρτίδα της ζωής σου κράτησε τα ζάρια κι όχι τα πιόνια…

Να θυμάσαι, η ελπίδα γονατίζει πάντα στον επίλογο…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αρχιπέλαγος


Βάζω κι απόψε απ' το καλό το λάδι, στο καντήλι
κι έχω στη σκέψη, πως κουνώ στο μόλο το μαντήλι.
Πώς να γευτώ την αύρα σου, την ευωδιά του μύρου,
χρόνια π’ αλάργεψες μακριά στις θάλασσες του απείρου;


Το τίμημα βαρύ κι εγώ σαν δυο ψυχές μονάχες
να πολεμώ, να πάλλομαι στις άνισες τις μάχες.  
Άλλο δε θέλω, παρ' αυτό το σ’ αγαπώ να λέω,
κι ας νοιώθω εγώ στο πέλαγος σα ναυαγός, να πλέω.


Για μένα κράτα σφαλιστά τα γαλανά σου μάτια,
που μάγεψαν τα πέλαγα τα μήκη και τα πλάτια.
Όμορφο εσύ στα βάθη της θαλασσινό κοχύλι
που λάτρεψα να με φιλάς με τ’ απαλό σου αχείλι...


Θα γίνω κόρη του Βοριά και του νησιού μελτέμι,
να ραίνω με τ’ ανθόκλαδα πού το χτυπούν οι ανέμοι.
Για σε, που ζεις στην ξενιτιά και μ' έγνοια το καράβι,
θυμήσου εκείνη, που ποθεί να κλώθει, να σου ράβει. 



©Kalliopi Tsouchlis


 

Απαγχονισμένοι απολογισμοί


Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο, εσύ ήσουν εκεί, να καρδιοχτυπήσεις, ν’ απαντήσεις με λαχτάρα, να θέλεις τόσο πολύ να μιλήσεις, δίχως να μπορείς…

Όλα όσα άκουγες, σαν μια κλωστή περασμένη στην καυτή βελόνα έραβαν τα χείλη και το αίμα που έσταζε πότιζε το παγωμένο δάπεδο…

Εκείνο το ψυχρό λευκό μάρμαρο, αποκτούσε χρώμα, μόνο που δεν ήταν ό,τι επέλεξες, αλλά ό,τι κατάντησες…

Με ραμμένα χείλη πορεύτηκες, με τσαλακωμένα όνειρα συνέχισες… Γιατί; Για ποιον; Ποιοι άξιζαν το αθέλητο χαμόγελο σου;

Στερημένο το δικαίωμα του θυμού σου, ένα καλά στημένο λογισμικό, όπως ήθελαν, όπως έπρεπε κι όχι όπως θα ήθελες…

Πρέπει, μην, δήθεν… Τρεις λέξεις μια πορεία, βήματα λασπωμένα, ταλαιπωρημένα παπούτσια από ημιτελείς δρόμους κι ελπίδα, χαρακωμένη…

Θυσία στο βωμό, δίχως τέλος… Δίχως έλεος, απλά για τα πρέπει, τα δήθεν και τα μην… Κι ένας αυτοσεβασμός στην κρεμάλα, με πέλματα πάνω σ’ ένα κομμάτι πάγου…

Λιωμένα σκαλοπάτια, όσο έλιωνε ο πάγος, ρήμαζε κάθε λεπτό… Χαμένη η αυτάρκεια του νου, χαμένη κι η ζωή…

Η μόνη που δεν ξεθώριαζε, εκείνη η αδίστακτη ανάμνηση…

Προσωπεία γύρω από την ρουλέτα κι εσύ να κοιτάζεις την μπίλια, με το βλέμμα στο κενό… Κόκκινο και μαύρο ενωμένα…

Τόσα ξενύχτια χάρισες αναίτια, τόσες ανατολές μοίρασες στην κουρτίνα… Ορκιζόσουν στο σκοτάδι, να σμιλέψει τις ακτίνες, σαν το μάρμαρο…

Και τι μ’ αυτό; Όσο κι αν προσπάθησες ν’ αρνηθείς τον εαυτό σου, οι δείκτες του ρολογιού πάντα σε πρόδιδαν…

Δεξιόστροφη κίνηση κι εσύ εκεί, να επιμένεις σε μια παύση…

Και τώρα που κουράστηκες, απέναντι σου είναι οι απολογισμοί σου… Απαγχονισμένοι, πλέον…

Φύγε, όσο προλαβαίνεις… 

Πολλά τα τρένα, με περιορισμένα δρομολόγια... 


©Kalliopi Tsouchlis


 

Βάρδια


Την βάρδια εκείνη σκάντζαρε με τ' αστρικά σμαράγδια
κι έλα να δεις τα πέλαγα και τα πηχτά σκοτάδια, 
για να γευτείς τα χείλη της - που λες - κι ένα της χάδι.
Ν' αφουγκραστείς τον Θάνατο στου πόντου το ρημάδι.


Ο νους σου απόψε χαίρεται και κάποτε αλαργεύει
και μια γοργόνα που θωρείς στοιχειό και σου χορεύει,
κρατάει - μας λες - της άβυσσος τα ρόδα τ’ ανθισμένα
και τα μαλλιά στα γκρέμια τους, κουνά τρικυμισμένα. 


Εδώ, δεν έχει αισθήματα κι ανθρώπινες αισθήσεις.
Τη λαμαρίνα φρόντιζε και την κακιά σκουριά. 
Εδώ 'χει μαύρα σύννεφα και μισερές συγχίσεις.
Χαρές δεν θέλει ο Θάνατος και ψυχική γιατρειά.


Νίψου μια στάλα Θάλασσα να γιάνουν οι πληγές σου.
Να 'χεις καθάριο μέσα σου το κάθε τι καλό.
Μη λες για κείνες τις παλιές και χρόνιες οιμωγές σου.
Θα μ' έχεις πάντα δίπλα σου να φτιάχνω, να χαλώ.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Κλεψύδρα


Καμιά φορά τα λόγια, πνίγονται στην θάλασσα, χιλιάδες όνειρα χαμένα, σε μια καυτή σιωπή... Θαμμένα μες στην αγωνία, παρέα μ’ ένα χρώμα, ανύπαρκτο... Σε τόσα δύσκολα κι ακραία, βυθίζεται η λύτρωση... 

Αναμοχλεύεις το παρόν, ζητάς το παρελθόν και μέσα, σ' ένα καημό, σκορπίζεις το λυγμό... Κυλάει η φλέβα στο γυαλί, χαράζει την πληγή, ουρλιάζει κι η ψυχή…

Κυματοθραύστης της καρδιάς, η λογική… Εκείνο το φθονερό μυαλό, που καταστρέφει, τα όμορφα και τα ωραία… Μοιραίο συναπάντημα, σε χρόνο αόριστο…Πόσα κρύβει μέσα του, εκείνο το μαξιλάρι, της νύχτας…

Όλα εκεί ποτίζονται, οι αναστεναγμοί, τ’ ανείπωτα λόγια, τα δάκρυα…Μα εκείνο, το λεπίδι της ανάμνησης, είν’ εξωφρενικό… Λιγοστεύει την εκπνοή, εσώκλειστος αέρας, σ’ ένα κουφάρι στάχτης…

Μην ξεχνάς όμως, πως το ουράνιο τόξο, ανταποδίδει πάντα, όσα στερεί η βροχή…Κάπου στα μισά, γεννιέται η Ελπίδα και είναι η μόνη, που παραμένει πιστό δεκανίκι, μέχρι τέλους…

Όταν θα φεύγεις, μην γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις… Η μυρωδιά απ’ τα συντρίμμια και τα λιωμένα πάθη, είναι αποκρουστική…Ύψωσε το ανάστημα σου, εκεί που σου αρμόζει… Κάνε το χρόνο φίλο και τις πληγές σου γέλιο, τώρα πια ξέρεις καλά, να τιθασεύεις τους πόνους…

Πριν φύγεις...

Να ψιθυρίσεις, μια συγγνώμη, στον εαυτό σου...


©Kalliopi Tsouchlis



Τελειωμός



Στερνά με αποχαιρέτισες μ' ένα ψυχρό φιλί 
κι έπειτα, παραμείναμε για πάντα σιωπηλοί.  
Μόνο: "τα χρόνια του έρωτα, μας πήγανε χαμένα".
Κι απάντησα, τι σου 'δωσα και τι πήρα από σένα.


Θυμάμαι, χρόνια αργότερα, πώς ήταν οι βραδιές -
σαν κείνες τις μοναχικές και θλιβερές σκιές,
που δεν ευτύχισαν χαρά κι ένα από γέλιο δάκρυ.
Που πόθο δεν χαρήκανε 'δώ, στων φιλιών την άκρη.


Χρόνια μετά και σκέφτομαι πού να 'σαι, πώς περνάς
και ποια ψυχή στην άβυσσο τώρα θα τυραννάς. 
Θυμάμαι, όσα ειπώθηκαν και τ' άλλα που δεν είπες,
κι εμέ, να σ' αποχαιρετώ με αντάλλαγμα τις λύπες.


©Kalliopi Tsouchlis



Σκληρή για να λυγίσει...


Η ανεξάρτητη γυναίκα δεν σημαίνει πως είναι σκληρή, ίσως αναγκάζεται να φέρεται κατά τους άλλους πολλές φορές ''σκληρά και ανθρώπινα'', όχι φυσικά επειδή θέλει αλλά επειδή οι καταστάσεις την αναγκάζουν. Η γυναίκα αυτή είναι καπετάνιος της ψυχής της και αφέντης της μοίρας της. Δεν δέχεται τα όχι και τα μη πόσο μάλλον όταν αυτά της επιβάλλονται...

Πολλοί προσπαθούν να της βάλουν εμπόδια εκείνη όμως έχει μάθει καλά να τα πηδάει και να πηγαίνει παρακάτω με το δικό της τρόπο... Αρπάζει τον κουμπάσο και τον διπαράλληλο και χαράζει μόνη την πορεία της δική της, εύλογα η ρώτα της θα είναι μοναχική και όχι επειδή απαραίτητα το θέλει, αλλά επειδή τίποτα δεν την ξαφνιάζει ώστε να την κάνει να ενθουσιαστεί, να εμπιστευτεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί...

Δύσκολοι καιροί για ήρωες όμως, δεν υπάρχουν ήρωες επειδή δεν υπάρχει ανθρωπιά, χάθηκε στο διάβα των καιρών, ναυάγησε στο βυθό τραβηγμένη από τη μάζα και το χάος... Κι αφού δεν υπάρχει ανθρωπιά, δεν μπορεί να υπάρξει και ο έρωτας, πως να σταθεί η αγάπη κι ο έρωτας όταν λείπουν τα θεμέλια τους;Όταν δεν υπάρχει μπέσα, λόγος, τιμή και ανθρωπιά...

Έχασαν οι λέξεις κάθε νόημα, έχασαν τη σημασία τους... Μέσα σε λεπτά μπορεί να ακούσεις σ' αγαπάω και μέσα σε δευτερόλεπτα μπορεί να ακούσεις ''μέχρι εδώ, δεν αντέχω, φεύγω''... Κι ύστερα απαιτούν οι κάποιοι, να καταφέρουν να κάνουν σκόνη μια σκληρή γυναίκα. Μα πως; Αν δεν νιώσει όλα αυτά που της πρέπουν, πως να δεχτεί να δώσει την καρδιά της;

Πως να βάλει την καρδιά της στον αυτόματο; Ποιον να μπορέσει να εμπιστευτεί και γιατί; Χαμένος χρόνος κι άδικος κόπος θα είναι, αφού μέσα στα μεγάλα ακριβά και όμορφα περιτυλιγμένα κουτιά το μόνο που υπάρχει όταν τα ανοίξεις είναι μεταχειρισμένο φελιζόλ και μάλιστα κακής ποιότητας.΄Πολλοί οι φελλοί πλέον και λίγα τα μπουκάλια δυστυχώς... Για αυτό το λόγο, τα λίγα ακριβοπληρωμένα αρώματα που ακόμα και σήμερα υπάρχουν μπαίνουν σε όμορφα διακομισμένα μικρά μπουκαλάκια, χωρίς φιόγκους και υπερβολές...

Οι υπερβολές προκαλούν εύκολα ενθουσιασμό και η ''φούσκα'' αργά ή γρήγορα θα σκάσει... Κι όταν σκάσει η ''σκληρή'' αυτή γυναίκα για μια ακόμη φορά θα διαλυθεί, η ψυχή της θα γίνει θρύψαλα, σαν ένα κρυστάλλινο ποτήρι που διαλύεται. Για αυτό λοιπόν, καλά θα κάνεις πριν αποφασίσεις να σαρώσεις σαν σίφουνας τη ζωή και την ψυχή ενός ανθρώπου, να σκεφτείς και τις συνέπειες...

...Άλλωστε ο καθένας δίνει ότι έχει στην καρδιά του...


©Kalliopi Tsouchlis


 

Πορτολάνα


Δυο θύμησες που 'χω για σε, σ' τις έχω στη Gazetta,
για φυλαχτό σου κράτα τες στην αδειανή κουκέτα.
Πριν διπλαρώσει ο Θάνατος και στον ιστό προβάρει
τ' άτυχο τούτο σώμα μου και θέλει να το πάρει


βάλε το σκούρο το σκουτί κι έλα στο μόλο κάτου, 
για ν' αντικρίσεις καταγής το χρώμα του θανάτου. 
Μια ματισιά σου κάνε μου με τον σταυρό μεγάλο, 
και στρώση πέρνα το κορμί μοράβια, για σινιάλο. 


Μες σε θαλάμια κρύψε με και σε σπηλιές του πόντου
κι όπου χρωστήρας, πάλεψε με τον καμβά του φόντου.
Στη μάσκα να 'χεις ζωγραφιά για να μπορείς να βλέπεις,
για να μπορείς τον θάνατο για μένα ν' αποτρέπεις.


Καιρό που αγγίζω το βυθό στα κάτου της θαλάσσης,
μ' αν δε με βρεις στα βάθη της, σε θέλω να ξεχάσεις.
Με απανεμιά και κίνησα για το στερνό τιμόνι,
κι όπου τ΄ απάγκιο μ' ήθελε και το νερό στρεβλώνει.


Ισοβαθής στους χάρτες μου φαντάζει κι ο κουμπάσος,
καιρός στ' αξάφνου σάλεψε και το κουβούσι - ο άσσος.
Τη μέντα που μου φύτεψες την ζήλεψε η Μαρέα.
Πόσες στα ρέλια δες σκιές που προμηνούν τ' ακραία!


Η λαμαρίνα τσάκισε κι ό,τι από της προπέλας,
όπως και τότε, που έλαχε στο βορινό το Σέλας.
Τώρα μετράς κατάπλωρα τα μήκη και τα πλάτη,
κι αναλογίζεσαι - μου λες - πως θα με φάει τ' αλάτι. 
 
 Με το διγόφι μάζεψε του κόσμου τα κοχύλια,
για τον λαιμό μου· σαν φιλάς τα νεκρικά μου χείλια
μ' αλάρμη, ραίνε μου ευανθούς και μύρα της θαλάσσης,
να με αγαπήσουν οι ουρανοί και οι Άγγελοι της πλάσης.


©Kalliopi Tsouchlis



Ψυχές και Θάλασσα


Ένα βράδυ του Απρίλη, ένα κορίτσι, με μοναδική της συντροφιά τη θάλασσα, τον ουρανό, το φεγγάρι και τη μοναξιά της. Εκείνος είναι εκεί, μαζί της, χωρίς να ξέρουν που πάνε...

Ένας είναι ο προορισμός αυτής της αγάπης το ''άγνωστο'', κι ενώ το ξέρουν και οι δυο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα 

για να το αλλάξουν αλλά ούτε και να το σταματήσουν.

Βλέπεις υπάρχουν ανθρώπινες σχέσεις όπου κυρίαρχος είναι πάντα το μυαλό. Στη δική τους σχέση όμως αυτό δεν συμβαίνει, αυτούς τους ελέγχει μόνο η καρδιά.

Εκείνη ξαπλωμένη και τον σκέφτεται, κοντεύει να ξημερώσει κι ακόμα τον σκέφτεται, χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, εκτός από το να καπνίζει ασταμάτητα.

Αυτή είναι η συντροφιά της ο καφές και η νικοτίνη. Ξαφνικά μέσα από το σκοτάδι, ξεπροβάλλει το φως αργά αργά και βασανιστικά, εκείνη με όσες δυνάμεις της έχουν απομείνει, σηκώνεται από το κρεβάτι για να δει από που ήρθε όλο αυτό το φως.

Ξαφνικά εμφανίζεται εκείνος, τον είδε και πάγωσε, ένιωσε πως τα πόδια της έγιναν ατσάλινα σπαθιά που έσκιζαν το πάτωμα. Στέκεται και τον χαζεύει, απεριποίητη, ατημέλητη, κουρασμένη και ξαφνικά έρχεται η στιγμή που τα πόδια της, την εγκαταλείπουν και σωριάζεται μπροστά του. Από εκεί και μετά σταματάει ο χρόνος και όλα έχουν σκοτεινιάσει πάλι.

Μετά από ώρα αφού άνοιξε τα μάτια της, ένιωσε το άγγιγμα του στο πρόσωπο της, χωρίς να μιλήσει κατάλαβε πως ήδη βρίσκεται στην αγκαλιά του. Ο χρόνος έχει πλέον σταματήσει και για τους δυο. Η ανατολή του ηλίου τους βρίσκει εκεί στο μονό κρεβάτι αγκαλιά.

Δεν έχει μιλήσει κανένας από τους δυο. Άλλωστε δεν έχουν τι να πουν, ακούγονται οι χτύποι από τις καρδιές τους. Οπότε τα λόγια είναι εντελώς περιττά.

Η ώρα πέρασε όμως και ο ήλιος έχει βγει για τα καλά και έτσι εκείνη βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί και να κοιτάξει το ρολόι, είναι η ώρα που πρέπει πάλι να χωριστούν ώστε να πάει ο καθένας στη δουλειά του. Εκείνος είναι ακόμα εκεί ξαπλωμένος και την κοιτάζει...

Εκείνη νιώθει τόσο όμορφα και παράλληλα τόσο αμήχανα. Δεν ξέρει τι να κάνει, σκέφτεται αν πρέπει να τον φιλήσει, ή απλά να ανοίξει την πόρτα και να του πει πως πρέπει να φύγει.

Τελικά δεν κάνει τίποτα από τα δυο, και έτσι σηκώνεται εκείνος από το κρεβάτι και την πλησιάζει αγγίζοντας τα μακριά μαλλιά της και δίνοντας της ένα φιλί τόσο γλυκό, με τόσα χρώματα μέσα, σαν αυτά που γεμίζει η θάλασσα, τη στιγμή που δύει ο ήλιος, για να εμφανιστεί το φεγγάρι.

Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έφυγε και εκείνη τη στιγμή, εκείνη έτρεξε στο ημερολόγιο της για να του γράψει μόνο αυτό:

Οι ψυχές μας σαν την μεγάλη μας αγάπη, τη θάλασσα... ποτέ δεν ησυχάζουν!!!


©Kalliopi Tsouchlis



 Λύχνος της αυγής


Ένα καράβι του Έρωτα, με λερωμένο νήμα,
αυτή, πήρε και ξέπλυνε με το θαλάσσιο κύμα.
Χρυσοκλωστές τρεις Θύσανοι, απ' τα σεπτά επουράνια,
κι από το γιόμα κι ύστερα... της μοναξιάς η ορφάνια.

 
Α, χρώμα να 'ταν δειλινό πού βλάσταινε η αγάπη,
τις μύριες του έρωτα πληγές να γιάνει, μ' ένα χάπι.
Να ραίνει αρμύρας τ' άρωμα κει που οι ψυχές πονούνε.
Να ξεκλειδώνει μι' άβυσσο, γι' αυτούς όπου αγαπούνε.
 
Όπου σκιά, τρεις Θύσανοι χρυσοκλωστές: τις γνέθει.
Σε σύννεφα ολοπόρφυρα καιρό που τ' απαντέχει. 
Νήμα βροχής και οι πλέξεις της στο φως της πανσελήνου,
για να μπορεί τα αισθήματα στις ώρες του κινδύνου. 


Σε γαλανά νερά ο ειρμός που τα 'καμνε κεντίδια.
Σε μια εκκλησιά τα δώρισε και ντύσαν τα στασίδια.
Τ' ασήμια, τα μαλάματα τρεις πλέξεις Φως, πού αρμένισε. 
Για να θυμάται, κράτησε τον λόγο που τα γέννησε.


©Kalliopi Tsouchlis



Εγώ..Εσύ..Εμείς...


Εσύ εκεί κι εγώ εδώ, κουρασμένη από της νύχτας το σκοτάδι, ένα ποτήρι λευκό κρασί κι ένα τσιγάρο να με συντροφεύουν, πάνω στο παγωμένο πάτωμα...Τα άκρα μου, τρέμουν στην σκέψη σου και μόνο...και το μυαλό μου ταξιδεύει μαζί σου...Όσα μίλια κι αν μας χωρίζουν, δεν παύει η παρουσία σου, να είναι τόσο αισθητή πάνω μου, που σαν ρεύμα, με κρατάει σε αμηχανία και εγρήγορση...Μεγάλο πράγμα η προσμονή, ακόμα μεγαλύτερο πράγμα η απουσία από το χάδι σου και η γεύση από το φιλί σου...

Το βλέμμα σου, καρφωμένο πάνω μου και η καρδιά μου σφραγισμένη...Σαν να κλείδωσε από το συναίσθημα, κανείς δεν χωράει να μπει, ούτε καν εγώ η ίδια, δεν τολμάω να χτυπήσω την πόρτα...Φοβάμαι στην ιδέα και μόνο, πως θα την δω κι εκείνη...ξαπλωμένη στο πάτωμα, θλιμμένη και κουρασμένη από την αγωνία, μέχρι να σε δω και να της δώσω την ευκαιρία,να αρχίσει να χτυπάει πάλι γρήγορα...Εκείνο το σκίρτημα, που είχα να νιώσω χρόνια, νόμιζα πως δεν θα το βιώσω ποτέ ξανά...Κι όμως ...συνέβη...

Τόσο απλά, τόσο απρόσμενα, ένα βράδυ Κυριακής...κι ένα μήνυμα ψυχής, ήταν αρκετά για να ανοίξουν, το διακόπτη των συναισθημάτων...Έκλεισα το ''off'' και ζω πλέον στο ''on''...Με τρομάζει η ιδέα, φοβάμαι πολύ τι θα συναντήσω στην επόμενη στροφή του δρόμου...Δύσκολο προβλέπεται το ταξίδι, μα κι αν δεν ήταν δύσκολο...Ποιος ο λόγος να θέλω να το ζήσω...Όλα τα όμορφα , είναι επικίνδυνα...στο είχα πει άλλωστε, θέλει μεγάλο ρίσκο και δυνατούς παίκτες, το παιχνίδι με τα ζάρια...

Ίσως έρθουν οι εξάρες..ίσως κι όχι...Κανείς μας δεν ξέρει...Δεν μιλάς, δεν μιλάω, φόβος διακατέχει και τους δυο μας, ταραχή και αγωνία...Δράση-Αντίδραση, ανάμεσα στο πρέπει και το θέλω...Ένας πόλεμος συναισθημάτων μέσα μου...όπως και μέσα σου...Η παρουσία σου, το μυαλό σου, ο μαγνήτης που με τράβηξε κοντά σου...Το χάσμα ,ενώθηκε με το θέλω κι η φλόγα δυναμώνει...Τόσο που σε... και μας φοβίζει...

Μα αν φοβηθούμε, χάσαμε...Όπου βγει το ταξίδι αυτό, ίσως ένα ταξίδι από τα λίγα και τα επικίνδυνα, δίχως αύριο, δίχως προορισμό και φινάλε...Κάποια ταξίδια άλλωστε, δεν τελειώνουν ποτέ...Κάπως έτσι προβλέπεται κι αυτό, περιπετειώδες, γεμάτο ένταση και φλόγα...Μια φλόγα που ενώνει τα κορμιά, σαν τα κομμάτια του παζλ...Και ενώνονται αργά, θέλει κόπο, μα θέλει και τον τρόπο, μέχρι να συμπληρωθεί...Ένας δίνει κι άλλος συμπληρώνει...

Δεν ξέρουμε αν θα πετύχει, μα αξίζει να το προσπαθήσουμε...κι όπου βρέχει ας ταξιδέψει...Καπετάνιος η μοίρα και Πιλότος η ψυχή...Ποιος να αντισταθεί απέναντι σ' αυτές τις δυο Κυρίες...Ποια δύναμη είναι ικανή να τις αντικρούσει...Πόσο μικροί εμείς μπροστά τους, να αρνηθούμε;;Έχουν δική τους πυξίδα και μας οδηγούν, εκεί που θέλουν...Δεν έχουμε επιλογή, παρά μόνο να ακολουθήσουμε...

Δεν έχω πολλά, μα έχω θέληση, να αφεθώ στα πλήκτρα που κουβαλούν τα χέρια σου...και να με κάνεις δική σου...Ξεκλείδωσε με κι αν το καταφέρεις, θα χαμογελάσω ξανά, χάρη σε σένα...Έχω ανάγκη να αισθανθώ ξανά, εκείνο που μου στερήθηκε...Δεν το έδιωξα, μα το πήραν με τη βία...Δεν με ρώτησε κανείς, άδειασε η αγκαλιά μου, γκρεμίστηκε ο κόσμος μου σαν ένας πύργος από άμμο, μπροστά στα μάτια μου...Ήμουν αδύναμη κι ανίκανη, για να σώσω το οτιδήποτε...

Κι αυτό τον πόνο, τον κουβαλάω...Τον πόνο της απώλειας, της ήττας...Πόνεσε η καρδιά μου, έκλαψε η ψυχή μου, στοιχειώθηκε το κορμί μου...Έγιναν πύρινος σίδηρος τα αισθήματα μου, έκαιγα όποιον τολμούσε να με πλησιάσει...Μέχρι που κάηκα ζωντανή, στο βωμό που έστησαν άλλοι για μένα..κι έπεσα μέσα ζωντανή...Ήρθες τόσο ξαφνικά...ίσως ήρθες να κατασβέσεις όλη αυτή την πυρκαγιά, ή να την αποτελειώσεις...

Όποια κι αν είναι η αιτία του ερχομού σου, ένα πράγμα σου ζητώ...γίνε γρήγορα η αφορμή του τέλους...όποιο κι αν είναι αυτό, δεν με νοιάζει αν είναι ευτυχισμένο ή άδοξο...Αρκεί να υπάρξει...Δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα, θάφτηκα στις στάχτες μου...γέμισα τα νιάτα μου πληγές και μαύρισα τον κόσμο μου, άθελα μου...Πρέπει να τελειώσει όλο αυτό, σε παρακαλώ....Να τελειώσει...Το εμείς, μας περιμένει, στο επόμενο waypoint...

Μην κουνηθείς μου είπες, περίμενε με...θα γυρίσω....σου απαντάω τώρα...περιμένω και θα....για όσο,για όπου, για λίγο...

...Σ' αγαπάω και σε θέλω , όπως θέλω εγώ, θυμάμαι...


©Kalliopi Tsouchlis



Στο φτερό της Αλισάχνης


Σήμερα, για να γράψω...ήρθα να σε βρω, ήθελα να σε βλέπω κατάματα, τώρα που τα φώτα της πόλης, θ' αρχίσουν να σβήνουν και το μόνο που θα μείνει...θα 'ναι η λάμψη η δική σου, με όσο φωτισμό, τονίζει την απεραντοσύνη σου...

Στέκομαι και σε κοιτάζω, γονατίζω να σ' ακούσω κι όσο...με κοιτάζεις...τόσο με μαγεύεις!!!

Πόσο κλισέ ακούγεται, μα είναι δυνατόν;;

Η δύναμη σου λυγίζει σίδερα, τσακίζει λαμαρίνες...πως να της γλίτωνε, ανθρώπινος νους και ζωντανές καρδιές...

Ξελογιάζεις, όποιον σε διαβάζει...μεθάει εκείνος που θα σε κοιτάξει...καθώς μυρίζει το άρωμα, που αναβλύζει ο βυθός σου....

Η κρούστα από το αλάτι σου, μπορεί να φεύγει με το γλυκό νερό, μα η γεύση σου...μαγεύει τα κορμιά...

Ποιος εκείνος, που θα αντισταθεί στην αύρα και το χάδι σου...Κανείς...ποτέ...δεν θα καταφέρει, να σ' αγκαλιάσει...

Παρά μόνο, να σε γευτεί για λίγο...και να καρδιοχτυπήσει από την κρυστάλλινη αγκαλιά, της στιγμής...

Μοναχικοί, οι ακροβάτες...που τόλμησαν, να χορέψουν στα πλήκτρα σου....και στο στερνό ταξίδι τους, ψέλλιζαν...τ' όνομα σου....

Στοιχειώνεις...ψυχές, ζωές και σώματα!


©Kalliopi Tsouchlis



Το μπρούσκο της ψυχής σου...


Εκατόφυλλα και μοίρες, έπλασαν σε , μια νύχτα του Δεκέμβρη…και μια μάνα, να πονάει μέχρι να σε δει και να σ’ αγκαλιάσει για πρώτη φορά… Έμελλε να σε γνωρίσω, να σε δω και να λάμψει ο φάρος της καρδιάς μου… Ακύρωσες και περιθωριοποίησες το γκρι που φυτοζωούσε μέσα μου…

Εκείνο το τρομακτικό χρώμα, που ματώνει ψυχές και σώματα, προσπαθώντας να σπάσει το νήμα της ζωής… μέχρι που, την έσχατη στιγμή του αποχωρισμού, μπαίνει μπροστά το θαλασσί της θάλασσας μαζί με το λευκό που παίρνει από τα σύννεφα του ουρανού.. και σαν κέντημα πλασμένα , δένουν ξανά το όνειρο…

Ένα νήμα χιλιομπαλωμένο, γεμάτο πληγές και τη φθορά του χρόνου εμφανή, σαν το πρόσωπο ενός γέρου θερμαστή… Ταλαιπωρημένο, ποτισμένο με αλάτι… και πόνο, από την απουσία του αστεριού… Εκείνο, το λαμπερό φως που τρεμοσβήνει, μέχρι ν’ ανάψει πάλι και να μαγέψει τον κόσμο όλο…

Κι όμως, η ευτυχία της κουβέντας και η ζεστασιά της αγκαλιάς, σαν ροδοπέταλα τυλίγουν το κορμί μου… Αφήνομαι στο βαθύ κόκκινο από το τριαντάφυλλο, που μου δωρίζεις και μεθάω από την υπέροχη μυρωδιά του… Σαν ένα φρούτο εξωτικό, που φαντάζει όνειρο βλέποντας το… Κάθομαι και το παρατηρώ, δίχως να το αγγίξω…

Φοβάμαι να το αγγίξω, μη σπάσει και… ματώσουν τα χέρια μου, για ακόμη μια φορά… 

Τρέμω, τον βροντερό ήχο του κρυστάλλου που σπάει, μα ακόμα περισσότερο τρομάζω, στην ιδέα και μόνο, από το ράγισμα που θα υποστεί η καρδιά μου… Σαν του βαποριού τη λαμαρίνα, εκείνο το ‘’κρακ’’ που όσο άριστα κι αν επισκευαστεί… δεν θα πάψει, να μην υπάρχει…

Ο φόβος και μόνο της συνέχειας του, θα αποτυπωθεί στο μυαλό σαν μια στάμπα… και ο εφιάλτης θα ‘ναι εκεί… και θα περιμένει στην άκρη του δρόμου, σαν τον Άρχων του τρόμου, θα παραμονεύει… Όμως αξίζει να παίξω με τις φλόγες… μου ανήκει, αυτή η ευκαιρία… και δεν θα την αφήσω να χαθεί, στα πέρατα του κόσμου…

Θα χτίσω τον κόσμο μου, ξανά από το μηδέν… κι αυτή το φορά όχι πάνω στην άμμο… Πολλές φορές, διαλύθηκε ο ψεύτικος πύργος, ένα κύμα ήταν αρκετό για να τον σαρώσει και να εξαφανιστεί, μια για πάντα… Τώρα, τα θεμέλια θα τα βάλω εγώ, όπως θέλω, ένα-ένα… Μέχρι να σταθεί επάξια, στη γη και να νιώσω σίγουρη… μα κυρίως ασφαλής…

Κι όσο θα χτίζεται ξανά ο πρώην ραγισμένος κόσμος μου, θα αναπνέω και θα ζω… μέσα από το μπρούσκο το δικό σου… Σαν το καλό κρασί, ένα κρασί που σαν αποφάσισα να το γευτώ, ένιωσα πως αναπνέω… Καρδιοχτύπησα, δάκρυσα, αναστατώθηκα… Κατάλαβα πως ακόμα είμαι ζωντανή…

Σκέφτηκα πως το ξερό κουφάρι, σαν το παροπλισμένο πλοίο , πήρε ξανά ζωή… μέσα από σένα, μέσα από την φωτιά της ανάσας σου και το βελούδινο ψιθυριστό σου χάδι… Το χάδι της μαγείας, της ζωής και της ελπίδας… Ταξίδια τα μάτια σου, στις όχθες της καρδιάς μου, πυξίδα το φιλί σου, στο πέρας του καιρού…

Λαχτάρησα ν’ αφήσω πίσω τη φουρτούνα, σαν τη βροχή που βλέπεις στο ραντάρ, να πλησιάζει… και δειλά δειλά, αλλάζεις την πορεία, να την αποφύγεις… Έτσι κι εγώ, στοχεύοντας στα μάτια σου, άφησα πίσω τη μπόρα… και στην πλώρη μου, θαυμάζω το γαλάζιο του ουρανού και τη λάμψη του ήλιου που διαλύεται μέσα στη θάλασσα και την ερωτεύεσαι, βλέποντας την…

Καρφωμένη σφαίρα στον κρόταφο, η αφή σου…


©Kalliopi Tsouchlis 



Ελπίδα


Από την παιδική της ηλικία, όπως κι όπου έβρισκε τον τρόπο, έγραφε για την ελπίδα της ζωής της.. Αμέτρητα χειρόγραφα, πλημμύριζαν τη ντουλάπα στο δωμάτιο της… και οπουδήποτε αλλού, μέσα στο σπίτι, ανακάλυπτε χώρο για να τα αποθηκεύσει και να μην τα δει ποτέ κανείς…

Έγραφε και δάκρυζε συνέχεια, κλειδωμένη στο υπνοδωμάτιο της… Εκεί ήταν ο βυθός της, γονατιστή στον πυθμένα, ταξίδευε με τη σκέψη της και την δική της πένα… Παρότι , παιδική, σάρωνε μυαλά, ψυχές και κόσμους… Μαύρα πελάγη ξόρκιζε, το κοφτερό της βλέμμα…

Πάντοτε, ξάγρυπνη, ξενυχτούσε τις θάλασσες που διάλεγε εκείνη… Και, για προίκα στο τολμηρό ταξίδι, μαύροι κύκλοι ,που κύκλωναν τα μάτια της, σαν πύρινα δίχτυα… Δεν άφηνε κανέναν, να χτυπήσει την πόρτα του κόσμου, του δικού της…

Δεν χωρούσε κανείς μέσα σ’ αυτό, παρά μόνο εκείνη… Αν ο χώρος γέμιζε, εκείνη θα χανόταν και μαζί της, θα εξαφανιζόταν και η λαχτάρα για την αναζήτηση της ελπίδας… Έτσι ,χάραξε πορεία με τη μοναξιά και  τη ταραχή του ωκεανού…

Έφτασε με το μυαλό της, εκεί που δεν έπρεπε… Ήταν νέα κι όμορφη, γεμάτη απαισιοδοξία και άγχος, να βρει το άνθος, ανάμεσα στις στάχτες… Έσκαβε μέσα της, τρύπωνε εδώ κι εκεί… Ακόμα κι αν δεν έβρισκε κάτι, αυτό ,την πείσμωνε ακόμα περισσότερο…

Τα παιδικά της χρόνια πέρασαν κάπως έτσι… Μέχρι που, το κορίτσι ενηλικιώθηκε, αμέσως επέλεξε να φύγει μακριά… Στην πόλη που τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ… Εκεί που όσο μόνη κι ήταν, θα είχε για συντροφιά τα φωτισμένα πάρκα και τις λαμπερές λεωφόρους…

Το Παρίσι, σαν να γαλήνεψε την κομματιασμένη φλέβα της… Άρχισε, να ενώνει ένα-ένα, τα κομμάτια του δικού της πάζλ… Που για χρόνια ήταν πεταμένα… από ‘δω κι από ‘κει… Για λίγο κόπασε η μπόρα του εσωτερικού πολέμου , που βίωνε… Άρχισε να ταξιδεύει, σε κοντινές περιοχές…

Γνώριζε ανθρώπους… και ναι, πλέον ήταν η πρώτη φορά , που αν… και μιλούσε σε αγνώστους, ο λόγος της αποκτούσε σάρκα και οστά… Ένιωθε πως  είναι να μιλάς και να σ’ ακούν με καρδιά… με ψυχή…

Εμπιστοσύνη το έλεγε… Κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν… Συναίσθημα, που δεν είχε βιώσει ποτέ ξανά… και με κανέναν… Το παροπλισμένο σκαρί, άρχισε να γεννιέται, ξανά μέσα από τη διάβρωση που για καιρούς, έσκιζε τα σωθικά του…

Κάθε μέρα της… είχε χρώματα πλέον… ζωηρά και λαμπερά… Άφησε πίσω τη μονοτονία και την ωχρότητα… Μέχρι, που ένα βράδυ του φθινοπώρου, καθώς έβρεχε ασταμάτητα… Αναγκάστηκε να αφήσει πίσω την καθιερωμένη βόλτα στης νύχτας τα σοκάκια…

Πήρε την πένα και το χρυσό της πάπυρο… κι άρχισε να γράφει… Κάποια στιγμή , το φώτα έσβησαν… Στιγμιαία ένιωσε, πως το σκοτάδι τη ζυγώνει πάλι… Έτρεξε στην πόρτα, τρομοκρατημένη, άνοιξε και βγήκε στο δρόμο…

Ταξίδευε μέσα στη βροχή για ώρες, το ξημέρωμα τη βρήκε, στη λεωφόρο της περιοχής… Και όλα τα φανάρια, αναμμένα πράσινα…

Ήταν η στιγμή, που είχαν πέσει τίτλοι τέλους για το σκοτάδι… Η Ελπίδα της γεννήθηκε στου δρόμου την αλάνα… Χαμογέλασε… Και παρότι, εξαντλημένη από τον τρόμο που την έλουζε όλη νύχτα, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε…

Έφτασε σπίτι και ακούμπησε τις  παλάμες  της, στο υγρό τζάμι…

Με το ένα χέρι, επέστρεψε στο Χάρο το σκοτάδι και με το άλλο άγγιξε την Ελπίδα από τη Ζωή της !!!


©Kalliopi Tsouchlis 



Το δισκοπότηρο της ευτυχίας


Αλήθεια, υπάρχει ευτυχία και ποιος είναι εκείνος που ορίζει την έννοια της; Μήπως υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Έχω την εντύπωση πως μόνο ευτυχισμένες στιγμές υπάρχουν, ιδιαίτερες στιγμές, με πάθος, πόθο, τρέλα και την αδρεναλίνη στο ζενίθ της… Πόσο ψεύτικο μου ακούγεται στα αυτιά, η κλασική πέτσινη ατάκα του στυλ ‘’εμείς είμαστε ευτυχισμένοι’’, ναι ε;; Από πoια πόρτα σας ήρθε η ευτυχία, άραγε και άραξε στο λιμάνι της καρδιάς σας για πάντα; Είναι επιλεκτική άραγε, η Κυρία αυτή και πηγαίνει εκεί που θέλει και μένει μόνιμα;

Υπάρχουν τόσοι εκεί έξω, που νοσταλγούν μια μικρή δόση της, να νιώσουν πως, υπάρχουν, πως αναπνέουν, πως αξίζει να ζουν για τη στιγμή, ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω, πως όλα είναι θέμα μικρής διάρκειας και πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το χαμόγελο, που αναβλύζει από το βυθό της ψυχής και εξωτερικεύεται στο πρόσωπο…Εκείνη η υπέροχη, ξαφνική λάμψη σε συνδυασμό με τη μαγεία των αισθήσεων, από την αφή και τη γεύση μέχρι το άκουσμα του ψιθυρισμού πίσω από το αυτί, τη στιγμή που τα χέρια του ταξιδεύουν στο κορμί σου σαν πλήκτρα και τα χείλη του αγγίζουν το λαιμό σου...

Εκείνο το καυτό φιλί, που κρατάει για ώρα και η γεύση που αφήνει στα χείλη σου, η ένταση του μυαλού, εκείνη η τραγελαφική φούντωση που πνίγει το κορμί σου, που θέλεις να φωνάξεις, να ουρλιάξεις για να εκτονωθεί το συναίσθημα… Όμως δεν το κάνεις, γιατί απλά, η πραγματική ευτυχία δεν εκφράζεται με κραυγή…Εκφράζεται μόνο μέσα από τη σιωπή, μιλάει το συναίσθημα κι αυτό αρκεί, μιλάει η ψυχή και το κορμί, το καυτό άγγιγμα και η αφάνταστη έκρηξη όλων των αισθήσεων… Δεν υπάρχει αιωνιότητα σ’ αυτό, παρά μόνο λίγα λεπτά, ή μερικές ώρες, μέσα στη νύχτα…

Μόλις οι ακτίνες του ήλιου πάρουν τη θέση του σκότους, επιστρέφει η σκληρή πραγματικότητα, του σήμερα τι κάνω και του χτες πως ένιωσα.. Αυτομάτως, αρχίζει η νοσταλγία και η σκέψη του ‘’θέλω κι άλλο’’, ξέρεις πως εκείνο που ειπώθηκε και ένιωσες, δεν θα το νιώσεις ποτέ ξανά…Κι όσες φορές κι αν υπάρξει η ευτυχισμένη στιγμή, δεν θα είναι σαν την προηγούμενη, ίσως είναι κι αυτή η λαχταριστή ομορφιά της, ξέροντας πως η ευκαιρία και ο χρόνος δεν γυρίζουν πίσω, τίποτα από τα όμορφα δεν επιστρέφει σε σένα… Είπες, ένιωσες, άκουσες, αισθάνθηκες και ''that’s all''…

Γι αυτό λοιπόν μωρό μου, μην ζεις με αυταπάτες, κράτα τα όμορφα που έζησες, στον δικό σου το βυθό με τις άγκυρες απίκο και προχώρα παρακάτω.. Στο χέρι σου είναι να ανάψουν τα φανάρια της λεωφόρου πράσινα, να αρπάξεις από το ένα χέρι την Ελπίδα κι από το άλλο τον Τρόπο…Με τέτοιους συμμάχους, κάποιες στιγμές, θα νιώσεις τη γεύση από εκείνο το όμορφο νέκταρ μέσα στο κρυστάλλινο ποτήρι της…ευτυχίας…

Αφιερωμένο, στις στιγμές, στις ψυχές και στις αγάπες...


©Kalliopi Tsouchlis 



Η φυλακή της


Κι επιτέλους ήρθε η στιγμή, που αποφάσισε να λύσει τα σχοινιά...που την είχαν κυκλώσει για χρόνια...να σπάσει τα δεσμά και να βγει από τη φυλακή της...Μια φυλακή που δίχως τη θέληση της, μπήκε μέσα κι έμεινε για αιώνες, φαντάζεται...

Κοιμόταν... και.. ξυπνούσε στο σκοτάδι, με τα μάτια της μονίμως βουρκωμένα... Η ψυχή της κουρασμένη...και το κορμί της σαν ένα κουφάρι, παραμελημένη και συνάμα τόσο κουρασμένη...

Δεν είχε χαμογελάσει μέχρι τότε, δεν πρόλαβε να ζήσει, να απολαύσει και να χαρεί... Ζούσε σύμφωνα με τις συνθήκες, που επικρατούσαν και όχι με βάση τα θέλω της... Γιατί;

Γιατί έτσι έπρεπε... Θυσιάστηκε και φυλακίστηκε, για να σωθούν άλλοι, έριξε μαύρο στην αυλαία της... δίχως να σκεφτεί το ''εγώ'' της αλλά το ''πρέπει''... Και εν τέλει...τι έπρεπε και για ποιον; Ποιος άξιζε για να το ζήσει εκείνη, όλο αυτό;

Ποιος άξιζε... για να γεμίσει τα νιάτα της πληγές, άρπαξε το πλέγμα της ζωής, νομίζοντας πως ήταν τριαντάφυλλο, με μια διαφορά όμως...το υπέροχο, αυτό λαμπερό άνθος... είχε ξεραθεί και τα μόνα, που είχαν μείνει ήταν τα αγκάθια του ...

Εκείνα που, έσκιζαν ξανά και ξανά... τα σωθικά της... Δεν το ήθελε, μα αναγκάστηκε... Ήταν δυνατή και αποφάσισε πως πρέπει να μπει στον πάγο... και να κλειδωθεί στην απομόνωση.

Φυλάκισε την λάμψη της.. και... ταυτόχρονα, τη ζωή της... Μαύρισε τα όνειρα της και το ψύχος, γεννιόταν...ασταμάτητα, μέχρι που.. έγινε σκληρή σαν ατσάλι...

Ατσάλινο σπαθί, όμως...το φρικτό αυτό, πλασμένο κρύσταλλο, πια... κάποια στιγμή, ευτυχώς χτυπήθηκε όπως του άξιζε... κι έσπασε σε δευτερόλεπτα...

Συντετριμμένη... σαν, να ξύπνησε από το λήθαργο, αναστατωμένη και τόσο ταραγμένη...γύρω της, παντού μικρά κομμάτια, διαλυμένα...

Κοιτούσε ακίνητη... αλλά όχι ανίκητη πια...ο πάγος, έλιωνε με γοργό ρυθμό... η φυλακή της γέμισε παντού νερό... Το κορίτσι, άρχισε να ηρεμεί και το κορμί της να στεγνώνει... Σαν να καθάρισε το τοπίο... και το μυαλό της άρχισε να σκέφτεται γρήγορα και καθαρά...

Στιγμιαία αναρωτήθηκε, που είμαι; τι κάνω; γιατί άφησα να μου συμβεί αυτό; Σηκώθηκε πάνω και στάθηκε στα πόδια της, σαν καρφιά τα ένιωσε... γραπωμένα στο δάπεδο, όμως δεν φοβήθηκε...

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, παντού γύρω της σκοτάδι...Δεν δίστασε, βρήκε την έξοδο μόνη της... Έσπασε όλα τα δεσμά και βγήκε ξανά στο φως, δεν ήταν πια μόνη, ούτε και απροστάτευτη...

Το κοριτσάκι ήταν πλέον Γυναίκα... με πείσμα και λαβωμένα στήθη... Κι εκείνο το γινάτι της, την ταξίδεψε μακριά... από όλους και όλα, άρχισε να χτίζει τη ζωή της, από το μηδέν...

Με μια διαφορά, πως...πλέον γύρω της, είχε χτίσει πύρινο τείχος, για να μην μπορέσει ποτέ ξανά και κανείς να την πλησιάσει...

Η υπομονή της πλέον, βαπτίστηκε... σε Ουρλιαχτό...


©Kalliopi Tsouchlis 



Στων Οριζόντων τη θηλιά


Ένας ορίζοντας ο κόσμος και χάρτινο πλεούμενο, απάνω του ο άνθρωπος...Ένα ταξίδι με αρχή, μα μ' ένα τέλος άγνωστο και επιεικώς οδυνηρό...Πονούν όλοι, γιατί προμηνύουν τη λήξη, ενώ ήδη ακόμα αναπνέουν...Φοβούνται το μετά, δίχως να ζουν το σήμερα, το τώρα...Πικραμένοι και θαμμένοι στο σκοτάδι που οι ίδιοι έπλασαν, ένα μαύρο σεντόνι, τυλίγει τα κορμιά τους, στάχτες κι αποκαΐδια, όλη η ζωή τους...

Δεν θέλησαν ποτέ, να ακουμπήσουν πάνω σ' ένα ρέλι και να κοιτάξουν τον απέραντο Ουρανό...τόσο φτηνοί στα αισθήματα, τόσο προκλητικοί απέναντι στη μοίρα...Δεν ξέρουν πόσο μεγάλη είναι η τιμή σαν πετάς, αφήνοντας τα πόδια σου στη γη...Φορώντας λευκά φτερά, με τιμόνι την καρδιά και πυξίδα το βλέμμα του ορίζοντα...Εκείνη η αίσθηση, στην προσπάθεια σου να δεις το τέλος του...Πόσο κουτό ακούγεται, ποιος εκείνος, που θα φρενάρει τη δαντέλα μέσα από το μετάξι της αύρας του νερού...

Τόσο μικροί οι άνθρωποι απέναντι στην πραγματικότητα, μα και παράλληλα τόσο κουτοί; Παλεύοντας με τα άγρια κύματα του ωκεανού και τη φλόγα του κυκλώνα, έτοιμη να τρυπώσει στη σάρκα τους...αντί να τρέξουν, να απολαύσουν τη στιγμή της αιωνιότητας, χαζεύουν στο βάθος...Ανίκανοι και άπληστοι, να εκτιμήσουν τη δύναμη της στιγμής και να λατρέψουν, τα δευτερόλεπτα ευτυχίας...Δυστυχώς, οι δείκτες του ρολογιού, πάντα θα κινούνται δεξιόστροφα.. κι ο χρόνος, η ευκαιρία και η στιγμή δεν ξαναγυρίζουν...

Σαν τον νεκρό, που φεύγει και χάνεται, μα η σκέψη του αποτυπώνεται μέσα μας, έτσι κι αυτά τα τρία σμαράγδια...μας πλησιάζουν, μας ξυπνούν από το λήθαργο...και πριν ακόμα καταλάβουμε τι ζούμε...μας έχουν ήδη παρατήσει, στο βάθος της γης και στου βυθού την κόλαση...Απλά ανίκανοι, να βγάλουμε για λίγο το σκασμό, της μελαγχολίας και της αχαριστίας και να απλώσουμε τα δάχτυλα...Να νιώσουμε το εμείς και το μαζί, να χαρακώνει τα φύλλα της ψυχής μας, από λαχτάρα και ανατριχίλα...

Είναι τόσο λίγα...εκείνα τα πολλά, που για χρόνια ψάχνουμε...Δίπλα μας στέκονται και μας κλείνουν το μάτι...κι αντί να τ' αγκαλιάσουμε, να απολαύσουμε την μελωδία της ρότας τούτης...κοιτάζουμε στο κενό...Ένα στοιχειωμένο κουφάρι που μας περιτύλιξε, σαν ένα αλουμινόχαρτο, κακής ποιότητας...Εύκολος ο τρόπος να το αποβάλλουμε και να ελευθερωθούμε...Μα λέμε, δεν μπορούμε...ενώ, κατά την αισχρή πραγματικότητα, δεν θέλουμε...

Κρατήστε λοιπόν, τον κόσμο το δικό σας...Μείνετε αλυσοδεμένοι με το ίδιο το εγώ σας , συνοδευόμενο από το πρέπει της φουρτούνας...Το δικαίωμα μου, σε τούτον το μάταιο κόσμο, θα το ζωγραφίσω όπως εγώ λαχταρώ και αγαπώ...Θα βάλω χρώματα κι αρώματα...Δεν θα ψάξω ακριβά, μα λίγα και μεθυστικά βελούδινα πλεκτά, που θα χαϊδέψουν το πρόσωπο μου.. κι όταν τα μάτια μου ανοίξουν, βγαίνοντας από τη νάρκη που εσείς στήσατε, τότε το χαμόγελο μου, θα φέρει τη λιακάδα στον δικό μου ορίζοντα...

Χτίζω και χτίζω, μέρα με τη μέρα, λεπτό δεν αφήνω να μου ξεφύγει...Έμαθα να νοσταλγώ τη μικρή στιγμή...Ευτυχώς που αρνήθηκα μια μέρα σαν και σήμερα, ίσως και σαν αύριο, να δω τη ζωή , να περνάει από μπροστά μου, με κοφτερές λεπίδες στα χέρια ... και να χάνεται σαν μικρού μήκους ταινία...Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, κι αν ετούτη είναι η στερνή στιγμή του τέλους.. Μα δεν έχω δικαίωμα, ούτε και εξουσία, να το επεκτείνω...Εκείνο που μπορώ, είναι όσο κολυμπάω στα βαθιά πελάγη μου, το κρυστάλλινο νερό να επουλώσει κάθε πληγή ψυχής και σώματος...

Κοιτάζοντας τον άξονα από το τιμόνι, που γυρίζει να αποφύγει τη βροχή, θα το ακολουθώ, μέχρι να συναντήσω, τη μαγεία της δικής μου στεριάς...Τότε ο ωκεανός, θα πάρει χρώμα από το χρώμα μου και ζωή από τη ζωή μου...Μόνο τότε , θα δεχτώ να δώσω τη σκυτάλη μου, σε μέρη αλλαργινά...Και να ταξιδέψω, για το αγύριστο ταξίδι του ξεριζωμού, με την ελπίδα να συναντήσω τη νιότη του άλλου κόσμου...

Κλείνοντας αυτήν εδώ τη σελίδα του μικρόκοσμου, που για λίγο άνοιξα και μπήκα, σου λέω τούτο μόνο άνθρωπε και υπεράνθρωπε ,

Μια ζωή σκαμπανεβάσματα θα πλέξω, μέχρι η γραμμή των οριζόντων μου να γίνει ευθεία...εκείνη, θα 'ναι η στιγμή που η καρδιά θα σταματήσει να χτυπά...


©Kalliopi Tsouchlis 



Το Ρόδον


Κι αν ποτέ κανείς, μου ‘λεγε πως θα ‘ρθει αυτή, εδώ η ώρα…θα γύριζα την πλάτη μου, αδιαφορώντας…Αδειανό μυαλό…κενό, από όλους…και μέσα του μια γέννα…Ένας ομφάλιος λώρος, από καρδιάς… που κυοφορεί το Ρόδον, του ανθού…

Κι αν με ρωτήσεις, γι’ απαντήσεις… μάταιος, θα είναι ο κόπος σου… Βάστα μόνο, πως τα μίλια της αγάπης έχουν, τεράστια εμβέλεια… Εμφανίστηκες, σαν όραμα… μέσα από τη μαύρη μάζα, που κυκλώνει την οργή του κόσμου…

Δεν κοιτάζω πλέον το ρολόι… αρνούμαι πια, να ζω σαν… ένα καλοκουρδισμένο χρονόμετρο…και ζω στην πλανεύτρα θύμηση σου…

Σαν σίφουνας… σαν κυκλώνας ήρθες και με πήρες κοντά σου… Και, ξέρω οικτρά, πως κανένας δεν μπορεί…μα ούτε και θα μπει στον κόπο… να καταλάβει, τον χτύπο της ρυτιδιασμένης καρδιάς…

Κανείς δεν θα σεβαστεί την πληγή…στα σπλάχνα μου και τον κόμπο στο λαιμό μου… Μα δεν με νοιάζει.. αυτό το επτασφράγιστο μυστικό είναι δικό μου… δικό σου...

Εκείνο το σκίρτημα, που λες και ξεψυχάω την ίδια στιγμή της γέννησης μου...

Το αγρίμι που ορκίστηκε, πως μόνο θα πορεύεται… καθώς αρνήθηκε, τα καλούπια τους και τ’ αστραφτερά κλουβιά… διάλεξε εσένα, πιστά ν’ ακολουθήσει… πηδώντας τα εμπόδια, που γεννιόνταν μπροστά του… χιλιάδες νάρκες, θύμιζαν…

Το Βορρά μου, θα κοιτάζω, που κλέφτικα χαμογελάει… Εσύ θρυμμάτισες την πέτρα, δικό σου το πιστόλι, δικές σου και οι σφαίρες… Σφιχτά, πάνω σου να τα κρατάς, προστάτης μου ,στο διάβα τούτο ‘δω, το δύσκολο….

Το φυλλοκάρδι, στο εδώ και στο παρών… Μπάσα φωνή με δυνατό υπόβαθρο και τόλμη, στην όχθη της ζωής … Ας ήτανε, να σταματούσε η ώρα εδώ, να μην ξημέρωνε ποτέ… Η νύχτα σαν, θα κάλπαζε, το όνειρο θα άναβε… σαν τη μικρή λυχνία…

Εσύ να γίνεις το απάγκιο μου, να δέσω, στο μόλο τον δικό σου… Φούντο και τις δυο, τις άγκυρες…μην αλλάξει ρώτα ο καιρός.. και με ξεσύρει… Ατίθασο το πλάσμα, προσκύνησε στου αγνώστου το βωμό…

Θα πάψει άραγε, ποτέ ο ήλιος ν’ ανατέλλει; Ίσως και αν…. τότε μόνο θα φωνάξω ,

‘’βίρα, για να φύγω’’…


©Kalliopi Tsouchlis 



Θαλασσινέ μου Κεραυνέ


Αστράφτει και βροντά ο Ουρανός... κι εκείνη στέκεται μπροστά στο παράθυρο...ακόμα... και με όση δύναμη της έχει απομείνει, χαράζει με τα παγωμένα δάχτυλα της, πάνω στο υγρό τζάμι τ' όνομα του...

Έτοιμη να βουλιάξει, στης Χαραυγής την ώρα, γυρίζει το κεφάλι της και κοιτάζει, τοίχους...και τοίχους...Παγωμένα τα νερά που κολυμπάει ζαλισμένη, από τη μέθη του άστρου τούτου...

Μέσα σε μια στιγμή, ξεσπάει το ''Αχ και το Γιατί'', που θαμμένο για χρόνια, σαν να είχε μέσα της...Φωνάζει δυνατά και κλαίει με λυγμούς... Θάλασσα μου, φωνάζει...

Που μου ταξιδεύεις, τον Δεύτερο μου Εαυτό... Τούτην, εδώ τη Γέννα...τον Άντρα του Ορίζοντα...Εκείνον που διάλεξα, ανάμεσα στο πλήθος, από τις στάχτες ματωμένο...

Σαν στόχος στο Ραντάρ μου, φαινότανε η λάμψη του...Και, φρόντισα να μην τον αποφύγω...Έστρεψα την πλώρη μου, μπροστά του και ζύγωνα στο ντόκο του...

Τρόμαξε η θάλασσα, από τα μίλια που βαδίζαμε, εγώ... και η Ψυχή μου...Τρέχαμε μαζί, ν' ανταμώσουμε τη Μοίρα της Γυναίκας εκείνης, που γονάτισε μπροστά του και τον βάπτισε ''Θαλασσινό της Κεραυνό''...

Δεν θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα...Εκείνη, δεν θα το επέτρεπε...Σαν αφρικάνικος σουγιάς, τα χέρια τα δικά της, σαν λάβα ηφαιστείου η μοναχική καρδιά της....Ποιον θα δεχόταν στης λήθης την αγκαλιά, αν δεν τον έκανε Αίμα από το Αίμα της;

Έτσι τον αγάπησε, τα μίλια τους χώριζαν, μας η πυξίδα, τους ένωνε, δείχνοντας τους, το Βορρά... Η ταραχή δεν έχει τέλος...κι όσο ταξιδεύει ο καιρός...και χάνονται οι μέρες, έτσι κι εκείνη, γλυκά ξαπλώνει με τον Κεραυνό της, αντικριστά...

Δεν λένε πολλά, ο λόγος δεν υπάρχει... Μιλάει η καρδιά, σφίγγονται οι αρτηρίες από το αίμα, που πρεσάρει...Και η απάντηση στο λόγο του καθενός, φαίνεται στη λαχτάρα της προσμονής...

Η σιωπή είναι το δικό τους, το θεμέλιο...Μέχρι να συναντηθούν ξανά οι μοίρες τους...και ν' αλλάξουν ρώτα για το δικό τους το λιμάνι...

Κι αν αυτήν εδώ την κοφτερή στιγμή, που ξεσπάει και του φωνάζει, από το θολωμένο της μυαλό...ας βάλει κάποιος το δεξί του χέρι, στον ώμο της να ψιθυρίσει,

''Ο Κεραυνός σου, χτυπάει στη βαρδιόλα, για να μπει''...


©Kalliopi Tsouchlis 



Καλή τύχη


Όταν εντός μου έθαψα τ' απομεινάρια σου, είδα τα μάτια μου να μου χαμογελούν... Αντίκρισα την κουρασμένη μου ψυχή, την αγκάλιασα σηκώνοντας την ψηλά και μακριά από τη στάχτη σου... Κάπου στο βάθος με περίμενε η ξεχασμένη μου ελπίδα...

Μάζεψα ένα-ένα τα κομμάτια του κορμιού κι άρχισα πάλι να ενώνω τα συντρίμμια... Ξεκίνησε η ζωή μου ν’ αναπλάθεται με σταθερό ρυθμό... Έδωσα νόημα στ’ άψυχα λεπτά του ρολογιού κι όνειρα στις διψασμένες νύχτες που μάτωνες ραγδαία...

Το μαύρο πέπλο που σε κάλυψα, έγινε λευκό μαντήλι που σκούπισε τα τελευταία δάκρυα μου πριν τον ενταφιασμό του σάπιου κουφαριού που έσερνες εντός μου.... Θαύμασα το χρώμα τ’ ουρανού και την ευωδιά του καθαρού αέρα...

Αγάπησα την νέα μέρα που ξημέρωσε κι είχα την ευκαιρία  να ζήσω... Καθώς πήρα τον δρόμο για την έξοδο από το μπουντρούμι που με φελιζόλ κακής ποιότητας έκτισες κλειδώνοντας μέσα τ’ ακατέργαστα σμαράγδια της καρδιάς μου, γονάτισα κι έπιασα ένα μικρό μαύρο πετράδι...

Λες και με περίμενε, σαν κάποιος να το άφησε εκεί για μένα... Άστραψε στα μάτια μου... Το πήρα μαζί κι αυτό, μαζί με το κορμί και την χαμένη μου ζωή... Βγαίνοντας, έκλεισα την πόρτα, μα πριν φύγω, σ' ένα χαρτί λευκό ζωγράφισα ένα μαύρο τοίχο...

Να θυμάσαι πως τοίχος έγινα εγώ κι η σιωπή μου, τα πυρά που τον κυκλώνουν...

Καλή τύχη...


©Kalliopi Tsouchlis



Αγάπη


Ό,τι γι' αγάπη, ζήτησα, σε σένα όλα τα βρήκα, -
στην αδειανή μου αγκάλη, 
και τ’ όνομα σου το ευλογώ, σαν απαντέχω στο γιαλό,
λαχτάρα μου, μεγάλη.

Κι από τα πέλαγα ως εδώ, μόνον εσένα θ' αγαπώ,  
στ' ορκίζομαι, καρδιά μου.
Με την αυγή, το δειλινό, θα λέω πως ζω τ' αληθινό,
πώς βρήκα, τη γιατρειά μου.

Πως αν τα χείλη σου τ' αγγίξω, τον έρωτα πώς ν' απορίξω,
καθώς που ανθίζω·
καθώς τα μέσα μου γελούνε, γι' αυτούς που χαίρουν ν' αγαπούνε,
μ' ευχές, δακρύζω. 

Έρωτα εσύ και στεναγμέ μου, συ τρυφερέ πόθε γλυκέ μου,
έρωτα πρώτε,
που με ξεμυάλισες στο τάχει, το τρυφερό πρωτινό στάχυ,
σαν αύριο, τότε...


©Kalliopi Tsouchlis



Μεταξωτέ μου Άγγελε


Ό.τι έφευγε ο Σεπτέμβρης, μια φθινοπωρινή βραδιά… αργά… τα μεσάνυχτα έπαιρναν τη θέση τους… κι εσύ σαν γλάρος του καιρού, χαμήλωσες το βλέμμα σου και πέταξες μπροστά μου.. Σαν να έχασα τις αισθήσεις μου, χωρίς όμως να συμβεί… ακίνητη στεκόμουν κοιτώντας σε, πέραν της μαρκίζας…

Δεν χρειάστηκε να μιλήσω… να μιλήσεις… Το συναίσθημα, άπλωσε το χέρι και... τόλμησε να μ’ ακουμπήσει, πάνω στην πληγή… Στιγμιαία, ήθελα να βάλω τις φωνές, να τρέξω, να φύγω μακριά σου… Ανώφελο θα ήταν, θα πετούσες άνωθεν μου και θα χαμογελούσες γεμάτος… υποσχέσεις…

Μόλις ταράχτηκα, σαν... να φοβήθηκες… Ίσως κατάλαβες, μπορεί και όχι… στάθηκες να παρατηρήσεις, τι ακριβώς κάνω, εκείνη τη δόλια ώρα… Τα μάτια σου καρφώθηκαν, σαν πύρινα καρφιά, στη ματωμένη χούφτα μου, που μόλις είχε χαϊδέψει τη χιλιοματωμένη ψυχή…

Ο πόνος ήρθε ξανά στο προσκήνιο, άναψαν τα φώτα …Εγώ στο σασί κι εσύ στην πρώτη θέση… Να πετάς πάνω, από το πληγωμένο κάθισμα… Μόνο εμείς, μέσα στο θέατρο… Κι από το μεγάφωνο, ν’ ακούς το πρώτο μας τραγούδι… Πριν καν στ’ αφιερώσω…

Είναι τιμή σαν πετάς, ακούς… στο σιγοτραγουδώ κι εγώ, γονατίζοντας μπροστά σου, σαν το πληγωμένο δελφίνι, που σπαρταράει στην αμμουδιά,… γνωρίζοντας όμως, πως θα ζήσει και θα ταξιδέψει ξανά στα κρυστάλλινα νερά…

Το λευκό φόρεμα, από μετάξι, έχει γεμίσει όλη τη σκηνή… Έντρομη το κοιτάζω, φοβάμαι μην ματώσει ξανά και το κακό σημάδι επέλθει… Μα σαν μαγεμένη η σκέψη μου , παίρνει σάρκα και οστά από τα κάτασπρα φτερά σου…

Μου δίνεις δύναμη να ξαπλώσω, να καταλαγιάσουν οι φόβοι και οι τρόμοι... και να σου δώσω την ευκαιρία, να πετάξεις γύρω μου… Ανέπαφα όμως...σαν μεταξωτό φτερό, να 'ρθεις, να μ’ ακουμπήσεις, δίνοντας μου την ευκαιρία να θαυμάσω την ομορφιά σου και το λαμπρό σου χάδι…

Λαβύρινθοι τα μάτια σου, με σηκώνουν ψηλά, όρθια απέναντι σου… Τώρα πια δεν με φοβάμαι...παίρνω δύναμη από τη δική σου… και θέληση από τον κήπο της καρδιάς μου, που τ’ ωραιότερο λουλούδι το βάστηξε για σένα…

Πέτα ψηλά και κράτα με στ’ όνειρο…


©Kalliopi Tsouchlis




Σάρκα μου


Μια ανοιξιάτικη βραδιά γνωρίστηκαν, απρόσμενα κι αγγελικά πλασμένα 
σαν τα φτερά του ανέμου.
Δεν μίλησαν πολύ, δεν χρειάστηκε… Οι απαντήσεις κρύφτηκαν στα μάτια 
κι οι λέξεις πλημμύρισαν τα χείλη…
Μαγεία η σιωπή των πάντων, στην λάμψη των ματιών… 
Ξέρεις πόσο όμορφο είναι όταν οι λέξεις υποκλίνονται στο συναίσθημα και χάνουν την δύναμη τους μες στην εισπνοή;
Κάπως έτσι συνέβη, αιθέρας ο μαγνήτης της καρδιάς, τους έφερε κοντά, τους ένωσε ένα πρωινό… Με την πρώτη ματιά, στην πρώτη αγκαλιά είπαν τα πάντα…

Το πρώτο τους φιλί, σηματοδότης μες στην λεωφόρο κι εκείνοι εκεί, πιασμένοι χέρι-χέρι, 
να κοιτάζουν τον δικό τους ορίζοντα…
Τα μάτια σου θαρρείς πως κρέμονται από τον ουρανό, της αποκρίθηκε…

Κι εκείνη χαμένη μες στο παράδεισο της αγκαλιάς του, απάντησε, για σένα αίμα της καρδιάς μου, έλαμψαν τα μάτια μου κι απόψε…
Η δική τους η φουρτούνα άκουγε στο όνομα του Έρωτα κι η μπουνάτσα τους άκουγε στ’ όνομα της αγάπης της δικής τους…

Σπάνια και μοναδική, χωρίς άχρηστα λόγια και ρολόγια…

Κι όταν άρχισαν να γράφουν το δικό τους γράμμα, αποστολείς και παραλήπτες ήταν οι ίδιοι…

Κι έγραψαν μια ερώτηση, μοναδική μα και μοιραία…
Θα μ’ αγαπάς κι αύριο ;
Όχι, αύριο θα σε λατρεύω…

Σπάνιο είδος η αγάπη, για ιδιαίτερους ανθρώπους, έτσι ήταν κι εκείνοι… 
Αερικά που έσμιξαν, μια νύχτα με φεγγάρι…


©Kalliopi Tsouchlis




Εσαεί

Ας ήταν να σε ράντιζα με μύρο κι ανθούς του δάσους, 
Να σ' αγαπούσα Ήλιε μου λευκό θαλάσσης νήμα,
Από κηπάρια και ακτές να χάραζα μπουκέτα.


Λαμπρό μου γιασεμί στο μόσχο σου κυλώ,
Το φως να γίνει άστρο στα τάρταρα της πλάσης,
Με το σφυρί και το στουπί μες του γιαλού τα κύματα.


Στα βραχέα σε καλώ στους δείκτες τους μεσαίους,
Στον κάβο Ντόρο δώσε τα χνάρια σου απόψε,
Στα βράχια καρτερώ λαβωματιά σε λυγισμένο τόπο.


Σε μπλε σκαρί ορχούμαι κι υδρόγειες χορδές,
Κρύσταλλο δισκοπότηρο λαμπρή κορφή ζωής,
Στο βήμα σου κλεψύδρες τα δειλινά μου 'σβήσαν.


©Kalliopi Tsouchlis



Σπίθα και αερικό


Κι αν δεν ευθύνεται η μοίρα στην ένωση των ανθρώπων που ταξίδευαν επί παραλλήλου για χρόνια, τότε ποιος;
Ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί της και ποιος να την ορίσει; Έχει τον πλήρη έλεγχο και σαλπάρει τα όνειρα μας μαζί της.
Γι’ αυτό σου λέω, να είσαι ωραίος, σπάνιος και αληθινός, να είσαι ο αφρός από την μάζα, στον κόσμο τον δικό σου και ν’ αντικρίζεις τον δικό σου ουρανό, όπως θέλεις κι αγαπάς…
Μην γονατίζεις, έχουν λακκούβες οι δρόμοι μάτια μου… Είπαμε τα δύσκολα είναι για τους ζόρικους… Κι αν είσαι ζόρικος, θα ρίξεις την ζαριά με την δική σου ψυχή και να θυμάσαι, το τάβλι αγαπάει τους τολμηρούς, όπως κι η ζωή…
Είναι ζόρικη, μέχρι να βρει τον δάσκαλο της, τότε καθηλώνεται και φεύγει μαζί του για μέρη μακρινά… Κάνει υπερατλαντικά ταξίδια ακόμα κι αν κάθεται στον καναπέ, την στιγμή που ονειρεύεται…

Τι σημασία έχει ;

Τα ωραιότερα ταξίδια μου, τα μετράω σε βραδινές βόλτες στην παραλία… Αστροφεγγιά, συναίσθημα, φιλί και γοητεία… 

Έρωτας ε;

Ναι έρωτας στο Ζενίθ, από εκείνα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που αναρωτιέσαι πως συνέβη, πότε συνέβη;
Σταματούν τα ρολόγια κι όσα συνέβησαν στο παρελθόν... Το χρονόμετρο ξεκίνησε την μέρα που σε γνώρισα και το κοντέρ μου σπάει το καντράν...Θυμάμαι, όπως θυμάσαι την πρώτη μας αγκαλιά…

Θυμάμαι το φιλί σου, μαχαίρι ακονισμένο αυτά τα χείλη...

Μαγικό ε; Να ανοίγει μια πόρτα στην ξηρά και ν’ αγκαλιάζονται δυο Ωκεανοί κι αν σταματούσε εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου, δεν θα ζητούσα κάτι παραπάνω από την φευγάτη μου Ζωή…

Στην ζαριά της έπαιξε την καρδιά μου κι εγώ στις εξάρες, γνώρισα εσένα…

Κλείσε το τάβλι, πάμε παραλία… Μας περιμένει ο αέρας στην στροφή κι η φωτιά στην παραλία… Να καίγεσαι και να περιστρέφομαι γύρω σου, να δυναμώνει η φλόγα σου απ' τον δικό μου άνεμο…

Ερωτεύομαι τις σπίθες σου, να ξέρεις…


©Kalliopi Tsouchlis


Δείλι


Αστέρας αφανής κάτω απ’ τον ορίζοντα κατάντησε το θάρρος,
Κρύφτηκε η αρετή στης μοναξιάς το πλέγμα,
Κάλυψε ο άρχων του τρόμου την ομορφιά του δρόμου,


Σκοτάδι μέθυσε την πλάση σαν έθαψε τις ψυχές στο μαύρο πένθος,
Ακριβοπληρωμένα  αισθήματα σε κρύσταλλο από τέφρα,
Μα ένας είναι που μιλάει στου δειλινού το διάβα,


Εκείνη η αδίστακτη πανσέληνος που θα σε κυνηγά εκεί που δε θα φτάνεις,
Θ’ αναρωτιέσαι αν ακούγεσαι στον κρίνο του διάφανου,
Τραγικό να αισθάνεσαι μα να στερείσαι το άγγιγμα των λουλουδιών,


Μόνιμα χαμένη η φοβία στη περηφάνια του ανυπεράσπιστου,
Καρδιές και συναισθήματα άρχονται με φόντο το λιμάνι σαν τώρα που βραδιάζει,
Γκριζάρει ο ουρανός και πλήττει τον μονόλογο,


Ταξίδι κάνει η σκέψη με το μυαλό στην πέρα πύλη,
Δάκρυα κυλάνε στον καπνό απ’ της στιγμής τον εφιάλτη,
Σκιά το πρόσωπο με φόντο το κενό και  μια αγάπη πνιγμένη στο βυθό,


Τόσο κοντά τ’ όνειρο για ζωή κι ένα εγώ χωρίζει το μαζί,
Μια τραγική σιωπή οργιάζει να γίνει η νύχτα πληθυντικός αριθμός,
Καραδοκεί ο πόνος ποθώντας να ματώσει τη συνέχεια της τραγωδίας,


Μα ο κύκλος δεν κλείνει με την αρνησιά μόνο με την πεθυμιά ,
Ο τολμών θα τρέξει μέχρι τέλους φορώντας στα μάτια την αγάπη,
Κι ας είναι να μείνει ο χαμένος στ’ αποτυπώματα από συντρίμμια.


©Kalliopi Tsouchlis 



Κάσσαρο


Άνεμε ερωτύλε και κοσμογυρισμένε,
Μάγεψες τα ίχνη στο πρόστεγο της πλώρης,
Χώνεψες το φυλλοκάρδι στο στρίτσο σαν καδένα,


Ποτίστηκε η λαχτάρα μέσα και κλειδώθηκε,
Δεν αφέθηκε για ν’ αναπνεύσει και να φωνάξει  σ’ αγαπώ,
Ζητιάνευε το όνειρο μια νότα στον ορίζοντα,


Ο ήλιος έλαμπε στην λαμαρίνα σαν φτερωτή οργάντζα,
Κι η Αλισάχνη φλερτάριζε με τις  μεγάλες γάσες,
Ένας έρωτας περίρρυτος στο γιατί του οτιδήποτε,


Φεγγαρόπετρες και  βότσαλα στόλιζαν  τη σκέψη την αλλιώτικη,
Ένας μοναχικός περίπατος με τον συνοδό αόρατο,
Κι η απόγνωση βρυχάται στου όρμου την κατάληξη,


Μα σαν άνοιξε η πόρτα απ’ το καμπούνι το μαρτύριο κατέληξε,
Με τόλμη και ζωντάνια  έτρεξε στις σκάλες για  να διακρίνει τη χάρη της ζωής,
Και χάθηκε σαν αμμοδύτης  στ’ αρχιπέλαγος  για τόπους θελκτικούς.


©Kalliopi Tsouchlis 



Γητευτής


Εισβάλλεις στις ζωές δίχως να ρωτήσεις,
Μα ούτε αναρωτιέσαι αν πρέπει να το κάνεις,
Μέρες  χάνονται στο δάκρυ και νύχτες στο κενό,


Ψηλαφίζεις κάθε ευαίσθητη χορδή την ώρα του χορού σου,
Απαρνιέσαι το γιατί στου λυτρωμού το πάθος,
Ξεγελάς το νου με την καυτή σου αύρα,


Βυθίζεις μέσα σου του κόσμου τη μαγεία,
Προκαλείς στο βέλος σου ψυχές και βλέμματα,
Καθηλώνεις στο διάβα  σου τη συγχορδία της γαλήνης,


Στοχεύεις  το μυαλό ματώνεις  την καρδιά μα δεν σου φτάνει,
Τα σωθικά σου καις  μέχρι να πνίξεις το κλαυθμό στο σπαραγμό,
Οικτρά αγωνίζεσαι τη παρουσία να κάνεις απουσία,


Σαν τραπουλόχαρτο σκορπάς την ηρεμία κι από συντρίμμια γεννάς της δυστυχία,
Έρμαια κατάντησαν τα όνειρα στης  χωρισιάς το ξίφος,
Ξεπούλησες την ευσπλαχνία στο βωμό της φιλαυτίας,


Ποθείς για να τη δεις να κομματιάζει τα εσώψυχα στην εξορία,
Να φύγεις λαχταράς μονολογώντας πως κέρδισες το λάφυρο,
Μα μόνο μην ξεχάσεις πως η ελπίδα γονατίζει στον επίλογο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Η σκέψη της συνήθειας


Δεν είναι η απώλεια εκείνη που πονάει, αλλά η σκέψη της συνήθειας, είναι αυτή που μπορεί, να γκρεμίσει τον κόσμο σου σε δευτερόλεπτα...Να μην ξέρεις, ποιος είσαι, από που έρχεσαι και που θέλεις να καταλήξεις...Ο δρόμος σκοτεινιάζει και όλα γύρω σου θυμίζουν ταινία τρόμου.. Τρέμεις κι εσύ, φοβάσαι να κινηθείς μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου, ο χώρος σου , θυμίζει κελί φυλακής κι εσύ υποδουλωμένος στις σκέψεις σου, βασανίζεσαι, σκίζεις τα σωθικά σου και υποφέρεις...

Δεν μπορείς καν, να ηρεμήσεις για λίγο, μόλις ξαπλώσεις σε αγκαλιάζει ο φόβος και η αγωνία, σε κατακλύζει το ρίγος και παλεύεις με όλους και με όλα...Με μια διαφορά όμως, δεν υπάρχει κανένας τριγύρω, για να παλέψεις μαζί του, παρά μόνο οι σκέψεις που βρίσκονται απέναντι σου, με το δάκτυλο στη σκανδάλη κι εσύ δίχως όρια πια, φλερτάρεις με τις σφαίρες...Σφαίρες που είναι στο χέρι σου, να τινάξουν τα μυαλά σου στον αέρα, ή να τις πετάξεις στον κάδο...

Τα άχρηστα αντικείμενα, οφείλουν να πηγαίνουν εκεί που τους αξίζει....στο καλάθι με τα σκουπίδια...Μάζεψες τις στάχτες και προσπάθησες να χτίσεις παλάτια...Δεν γίνεται, όσο κι αν το προσπαθήσεις...Όσο το τσιγάρο μισοσβήνει, τελειώνει και η διάρκεια ζωής του...με την κατάληξη του σ' ένα αποριμματοφόρο... Αυτό σου λείπει να καταλάβεις, πως τη πίκρα και τον πόνο των σκέψεων, οφείλεις να επιτρέπεις να σου τριβελίζουν το μυαλό, τόσο, όση είναι η διάρκεια του τσιγάρου που καπνίζεις και...δακρύζεις...

Μόλις το σβήσεις, σήκω πάνω και φύγε, πάρε το αυτοκίνητο και τρέξε μακριά, άλλωστε πολλές φορές είναι και το μόνο που χρειάζεσαι, γεμάτο ντεπόζιτο και εσύ να τρέχεις με πέμπτη...Μην το κατεβάζεις στη δευτέρα για κανέναν, παρά μόνο αν το θελήσεις εσύ, όποιος είναι αντάξιος σου, θα σε ακολουθήσει όσο κι αν τρέχεις και θα καταφέρει, να μπει ασπίδα μπροστά σου και να σου φωνάξει στη μέση της λεωφόρου ''Σταμάτα''....Θα σ' αγκαλιάσει κι ο δρόμος θα φωτίσει πάλι, με τη δύναμη των συναισθημάτων και τον χτύπο της καρδιάς σου...

Αν δεν μπορεί να τρέξει για να σε προφτάσει, τότε φύγε...Γιατί ακόμα κι αν κατεβάσεις το αμάξι στη ΄΄νεκρά'', θα σέρνεται...και δεν θα είναι ικανός ούτε να σε κοιτάξει...Τι να κάνεις τα σταματημένα τρένα, όταν η ζωή τρέχει ιλιγγιωδώς...και χάνεται από μπροστά σου, σαν μια ταινία μικρού μήκους...Στο χέρι σου είναι να διαλέξεις, πως θα ζήσεις...Θέλεις να ζήσεις απλά αναπνέοντας, ή να ζήσεις κάθε λεπτό και στιγμή, όπως νοσταλγείς...Πέταξε το μαύρο σεντόνι, η αυλαία της ζωής σου είναι εκεί και σε περιμένει, ο θίασος της ζωής σου είναι δικός σου και οι προβολείς θα φωτίσουν το χώρο, μόνο αν το επιτρέψεις εσύ...

Σπάσε την κλωστή που δένει το μαύρο με το λευκό, κράτα το νήμα ξανά από την αρχή, φώτισε τα όνειρα και τις νύχτες σου με όσα λαχταράς...Άλλωστε τη νύχτα, όλα επιτρέπονται, απλά η νύχτα παίρνει το χρώμα που της δίνεις εσύ, αλλιώς σε πνίγει το σκοτάδι και ο καπνός από τα αποτσίγαρα, με μια ατμόσφαιρα που δεν σου επιτρέπει, ούτε και να αναπνεύσεις...

Άδειασε το μυαλό σου, από τη δυστυχία της σκέψης και το ''Αν''....όλη μου τη ζωή ακούω και ''αν έκανα έτσι και αν έκανα αλλιώς και αν έφταιξα''....Με πόσα Αν, ξενυχτήσαμε τη ζωή μας, άραγε....Μην προσπαθήσεις να αναλογιστείς, γιατί ο αριθμός πραγματικά, είναι τραγικός...Σκέψου την κασέτα, που είχαμε παλιά, είχε δύο όψεις κι έτσι έπαιζε....Άρπαξε την κασέτα σου και γύρνα την ανάποδα, θα παίξει κι από την άλλη πλευρά, απλά αυτή τη φορά, φρόντισε να παίξει κομμάτια που αγαπάς εσύ και όχι εκείνα που ακούν οι άλλοι...

Βάλε να παίξει το αγαπημένο σου τραγούδι και άρχισε να χορεύεις, μέσα στο σπίτι σου, κάνε το δωμάτιο θίασο και τη ζωή σου παράσταση....μια παράσταση με πρωταγωνιστή εσένα και ένα όμορφο τέλος....δεν ξέρεις πότε θα συμβεί το ''τ_έ_λ_ο_ς'' για αυτό κοίτα να το απολαύσεις όσο πρωταγωνιστείς ακόμα.. κι άσε τους κομπάρσους, στον κόσμο τον δικό τους...Κοίτα να φτιάξεις τον δικό σου και να τον φωτίσεις....


...Τhe greatest journey, you will ever be on...


©Kalliopi Tsouchlis 




Οδός επιθυμίας


Σαν κι απόψε ήθελα να μην υπάρχω,
Αέρινο σεντόνι να γίνει το κορμί,
Με την ψυχή να ταξιδέψω εκεί που αγαπάω,


Να μπω σε σπίτια που λαχτάρησα για ν’ ασπαστώ εκείνο που μου λείπει,
Το άρωμα του να γευτώ μέσα σε μια στιγμή και πάλι να χαθώ,
Κανείς να μην με δει ούτε και να μ’ ακούσει,


Στης χαραυγής τη δόξα ένα ταγκό μαζί σου να χορέψω,
Τ’ αστέρια να φωτίζουν των ψυχών τη λεωφόρο,
Άσπρα κύματα να τραγουδούν του έρωτα τη μελωδία,


Ελεύθερη ν’ αντιμετωπίσω της κόλασης το χωρισμό ,
Την καρδιά μου να κουρνιάσω στον οίκτο της σιωπής ,
Να χαθούν τα βλέφαρα στην ύλη του ονείρου ,


Ας ήτανε μια ώρα να πετάξω για να σε αντικρύσω,
Και τότε γελαστή θα χάριζα στους ουρανούς του νου τη σάρπα,
Στάχτη να γινόμουν κι η θάλασσα να με ξεβράσει μια νύχτα με βροχή.


©Kalliopi Tsouchlis 




Θάλαττας αγέρι


Άδικα αναζητάς του φεγγαριού το άγγιγμα στις υπόγειες στοές,
Εκεί που περπατάς μόνο το βούρκο θ’ αγκαλιάσεις,
Έντρομος θα τρέξεις διέξοδο να βρεις  για να σωθείς,


Μέσα στο σκοτάδι θα χαθείς και θα πονέσεις κλαίγοντας,
Μάταια θα ουρλιάξεις μήπως κι ακουστείς  στο αχανές περιθώριο,
Σαν κακοτράχαλος εραστής  ο εγωισμός που σε κυνηγάει,


Τρομάζεις δειλιάζεις και ουρλιάζεις στο μίσος του μπροστά,
Οι λυγμοί σου τάραξαν του λιμανιού την άπνοια,
Αγρίεψε η θάλασσα απ’ τα δικά σου σφάλματα,


Κι άξαφνα μια πόρτα πελώρια άνοιξε και στάθηκες να την κοιτάζεις,
Μα ένα κύμα ωστικό έμελλε να σε γραπώσει και στο ντόκο να σ’ αφήσει,
Εκεί που για καιρό σε πρόσμενε της Ανοιχτής Θαλάσσης το κορίτσι.


©Kalliopi Tsouchlis 



Λευκά πανιά


Στην άμμο, σκαλίζω ελπίδες με τα βότσαλα,
Όνειρα σκεπάζουν τ' ακρογιάλι, με χρώματα της χαραυγής,
Το φύκι του μέλλοντος αγγίζω, σ' έναν αστερισμό επάνω.


Τα βήματα μου προσπερνώ, στης θάλασσας το κύμα,
Ψυχές και περασμένα, λευκά πανιά που ατενίζουν,
Ζάλη στου νου την άκρη, εκείνη η φουσκοθαλασσιά.


Χέρια ανοιχτά στο σανίδι τ' ουρανού, δώρα μετέωρα,
Στερνό χαμόγελο, το βρόχινο νερό, κρύσταλλοι ανακούφισης,
Ελπιδοφόρο, της προσδοκίας γέλιο, σε μιαν ανέγγιχτη υπόσχεση.


©Kalliopi Tsouchlis 




Θαλασσινοί διαβάτες


Στων οφθαλμών τις κόρες, σαν σταλακτίτες τα νερά σου,
Στα βλέφαρα μου κρέμονται, κρυστάλλινα φουγάρα,
Άρπα και μετάξι, εκείνο το μενταγιόν, της αύρας σου.


Εγκάρδιο φυλαχτό, της μοίρας μου, το δώρο,
Γητευτή των βαποριών, την καρδιά μου διάλεξες, γι' απάγκιο,
Σ' ένα κατώγι καρτερώ, κάθε νύχτα να σε βρω.


Η σκιά μου απόψε, ακολουθίας πόθος, που σ' αγγίζει,
Αποβραδίς, σηκώνω τη ψυχή και στο Γαρμπή, δωρίζω,
Πρωτοδιαβάτης των κυμάτων, στα δειλινά σου, θα σταθώ.


©Kalliopi Tsouchlis 




Μπάρκο ετών δεκαοχτώ


Του Μάρτη μια Τετάρτη, ήταν που μπαρκάρισα,
Μια βαλίτσα όνειρα, μια θάλασσα ελπίδες,
Ταξίδι για το Κάιρο, η ψυχή μου στολισμένη.


Τρία μερόνυχτα αγάντα, το σπίτι μου στη ράδα,
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χάιδευε ο νους μου, το βαπόρι,
Σαν γάσα στο λαιμό, η αγωνία, κόμπος παλιός, το ρίγος.


Άνεμοι και Θεοί, μέσα σε μια στιγμή, παρέσυραν τους φόβους,
Στη λάντζα, το μέλλον μου γαντζώθηκε, στην ανεμόσκαλα η τόλμη,
Τα σκαλοπάτια εκείνα έμελλε, να γράψουν της μοίρας, τα θαλασσινά.


©Kalliopi Tsouchlis 



Κατάληξη 


Την ώρα εκείνη, αλάργεψα σε πέλαγο βαθύ,
Κάλπασε ο άνεμος, σαν αστραπή το φυλλοκάρδι,
Τη στράτα μου συνέχισα, με φυλαχτό εσένα.


Θυμήθηκα τα λόγια μας, στην άκρη της αβύσσου,
Νοστάλγησα το χάδι σου, κατάπια την ανάμνηση,
Δάκρυ, ωδή και λυτρωμός, σε μια μικρή στιγμή.


Η ζωή μου λεπτοδείκτης, το θαύμα σε μορφή,
Ανέγγιχτος ο χωρισμός, στο πέρας του καιρού,
Δειλός ο χρόνος στάθηκε, στης λήθης τα απρόσμενα.


©Kalliopi Tsouchlis  




Πλεύση ανατολική


Στη βάρδια οι Θαλασσινοί, την Υπερμάχω ψάλλουν,
Μη γελάσεις αν στο πουν, σπάνια μιλάνε,
Σεντούκια κλειδαμπαρωμένα, οι πόνοι κι οι ψυχές τους,


Φτερό με το φτερό, σφιχτά τα δάχτυλα, στην πλάτη,
Στην ψαλμωδία πάνω έρχονται, να δακρύσουν,
Με το στουπί, σκουπίζουν την απόδειξη,


Μάρτυρας ο Θεός, μάρτυρας κι ο Ουρανός,
Θαυμάζουν την Κασσιόπη και πιο πέρα, την Άρκτο τη μικρή, 
Των αστεριών το βλέμμα, στολίζει την κουβέρτα,


Λες και γέλασαν απόψε τα δελφίνια, χαρούμενα χορεύουν,
Πορεία ενενήντα, διόπτευση ζωής το παλινώριο,
Μικρή στεριά μιλά, στο βάθος του ορίζοντα,


Απόψε συγχώρεσαν το ψέμα, καλμάρισε η πίκρα,
Αγάπησαν και τον εχθρό κι εκείνο τον ρουφιάνο,
Ξημερώνει βλέπεις Κυριακή, η μέρα της χαράς,


Θ’ αγκαλιαστούν οι δορυφόροι, το σήμα θα φτάσει στην Ελλάδα,
Φλόγα στ’ ακουστικό, θ’ ανάψει η καρδιά θα βγει και η μιλιά,
Είμαι καλά και σ’ αγαπώ, ποτέ να μη ξεχάσεις.


©Kalliopi Tsouchlis 



Εις μάτην


Πέρασα να δω αν είσαι εκεί,
Στάθηκα μπροστά στην πόρτα,
Δεν τόλμησα ν’ ανοίξω,


Φοβήθηκα εμένα, λύγισα στον πόνο,
Μίσησα την ανάμνηση, μίσησα κι εσένα,
Τρόμαξα, αίμα έσταξε από τα μάτια,


Ακόμα και το δάκρυ μου, σ’ αρνήθηκε απόψε,
Ψάχνω κι αναρωτιέμαι, τι ψάχνω άραγε, να βρω,
Τόσες οι απαντήσεις, που παρακαταθήκη έγιναν,


Χάθηκε το νόημα των λέξεων, στου χρόνου τις πληγές,
Τα λόγια μου πνιγμένα, μέσα στο σαράκι,
Κι η τραγική σου θύμηση, θ' αναστήσει τις σιωπές μου.


©Kalliopi Tsouchlis  



Λαμαρινίαση


Δεν είν’ άτακτη, η ζωή του Ναυτικού,
Μήτε κι η χιλιομπαλωμένη του ψυχή,
Άτακτη μονάχα είν' εκείνη η σκέψη,


Εκείνος ο νους του, που θολώνει,
Εκείνη η καρδιά του, που ματώνει,
Πάντα τους ξεγέλαγε, τάχα πως εγέλαγε,


Αεροπλάνο, μια βαλίτσα και η ζωή στο πέρα,
Χαρά, λύπη και δάκρυ ποτισμένα, στη ψυχρή τη λαμαρίνα,
Ψάχνει μια πέτρα να πατήσει, να γειωθεί ζητά,


Ν’ απαγκιάσει το μυαλό του, να καλμάρουν οι παλμοί,
Βλέπει το ντόκο και λυγίζει, θυμάται την πατρίδα,
Αμάρτημα θαρρεί πως έκανε, με την ερωτιάρα ξενιτιά,


Το δρόμο που του προτείνανε, αρνήθηκε μια νύχτα με βροχή,
Ξελογιασμένος από την αλμύρα, διάλεξε τ’ αλάτι,
Πήρε τον δρόμο το βουβό, εκείνο της σιωπής,


Μονολογεί πως τούτο θα ‘ναι, το μπάρκο το τελευταίο,
Απάνω στο μπουλμέ ξεσπάει, λυγίζουν οι φωτογραφίες,
Μα το φυλλάδιο στην τσέπη, τα πέλαγα ζητά, μαζί και την ψυχή του.


©Kalliopi Tsouchlis 



Τη νύχτα του κυκλώνα


 Στη βάρδια από νωρίς, φορτώνει ο καιρός,
Εκείνη η ομίχλη, θυμίζει νεκροσέντονο,
Κάλυψε την κουβέρτα, μάταια παλεύω ν’ αντικρίσω, τη βαρδιόλα,


Νύχτα, μια καταχνιά σκέπασε την ψυχή μου,
Πυκνό σκοτάδι κι ένας άνεμος, που σαν το δαίμονα βουίζει,
Μες τ’ αυτιά μου ηχεί η θάλασσα, κραυγάζει απόψε,


Θυμωμένη δεν τολμάω να την πω, τη βλέπω, μα δε τρομάζω,
Θαλασσοδέρνει τα παιδιά της, τα δόλια κύματα χάνουν τη μιλιά τους,
Με μανία τα χτυπά κι αυτά, στη λαμαρίνα έχουν λυσσάξει ,


Λες και θα σκίσει στα δυο το βαπόρι, λες πως θα μας καταπιεί,
Τα δελτία έρχονται σαν τις κακές ειδήσεις, λεπτό με το λεπτό,
Εκείνη του ανέμου η ταχύτητα, θέλει να με τρομάξει,


Μα δε γνωρίζει τι θα πει, καρδιά θαλασσομάνα,
Εγώ κοιτάζω την πυξίδα κι ο Άγιος το τιμόνι,
Και οι στροφές χαμήλωσαν και γλύκανε ο πόνος,


Η πλώρη μου βουτά βαθιά, μα όλο ξεμπουκάρει,
Παίρνει μια κλίση τρομερή, μα το φτερό το βλέπω,
Σε λίγο θα καλμάρει, και μόλις βγούμε αλώβητοι, θα κλάψω σαν παιδί.


©Kalliopi Tsouchlis  


Και τώρα αγάντα


Περνά η ζωή και χάνεται ,
Μέρα με τη μέρα, σ’ ένα βίρα λησμονείται,
Στα στρίτσα μέσα, ελπίδες κλειδωμένες, καρδιές αμπαρωμένες,


Κάβοι λασκαρισμένοι, θυμίζουν όνειρα και όνειρα,
Κρεμασμένο ένα χτες, στο χαμένο μπότζι για το αύριο,
Χτενίζει των κυμάτων ο αφρός, την πλώρη,


Αλισάχνη θυμίζει η κουβέρτα, στάζει αλμύρα από τα ρέλια,
Καταγεγραμμένα άλλοθι, στου μήνα την απογραφή,
Κι ένα ξέμπαρκο ανύπαρκτο, κυλιέται στο μεταίχμιο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Γελαστά παράσιτα


Είναι οικτρά ανώφελο, να οδύρεσαι μέσα στις φωνές,
Ζεις και αναπνέεις, στο χρώμα της ψευδαίσθησης,
Νομίζεις πως η ένταση, θα προκαλέσει τρόμο,


Ποιος εκείνος, που φοβήθηκε τα ουρλιαχτά,
Η δύναμη, φοράει το πέπλο της γαλήνης,
Η αδυναμία, λούζεται από κραυγή και αίμα,


Θα πέσει, θα συρθεί, αλλά, όρθιος πάλι θα σταθεί, ο δυνατός,
Ο αδύναμος, σε δρόμο παράλληλο, θα σέρνεται σε υπονόμους,
Ξεγελάστηκαν εκείνοι που νόμισαν, πως η φωνή τρομάζει,


Γέλασαν ειρωνικά, την ώρα που άλλοι δάκρυσαν,
Λάφυρο τους, το μίσος που μοίρασαν τριγύρω,
Μα η ζωή θ’ ανταποδώσει, μέσα από το δάκρυ της σιωπής.


©Kalliopi Tsouchlis 



Όνειρο αλαργινό


Μια ουτοπία, οι στιγμές εκείνης, της φεγγαροντυμένης νύχτας,
Σαν απλωμένο ρούχο, το θάρρος, που αντικρίσαμε,
Ασπίδα, το μυστικό που επέζησε, στην τρυφερή νοθεία των ψυχών,


Μόνη μου τόλμησα να σε λατρέψω, σ’ εκείνο το σκοτάδι της σιωπής,
Μα δεν αναλογίστηκες, πως ζεις σαν δεύτερη καρδιά, μέσα στα σωθικά μου,
Σου αποκρίθηκα πως η ευτυχία ερωτεύεται, μόνο των τολμηρών, το χνάρι,


Στο ναύλο για το ταξίδι μας, χάραξα τ’ όνομα σου, στην αύρα της Ανατολής,
Μην λησμονήσεις, εκείνο το ταγκό που περιμένει, στην πίστα των κυμάτων,
Σαν ακροδάχτυλο θα ‘ρθω και θα χορέψει η ανάσα μου, στο λαμπερό κορμί σου,


Με στίχους ψηφιδωτούς, θα δώσω πνοή, στο γλυκοφίλημα σου,
Στου πιάνου τα πλήκτρα, η πιο γλυκιά μπαλάντα, θα ξαπλώσει,
Κι όσο λυτρώνεται το πάθος, η ζωή μου θα λικνίζεται, στην απαλότητα σου.


©Kalliopi Tsouchlis  


Ξεχασμένοι απολογισμοί


Ποιο το όφελος, ν’ αφουγκραστώ τη μάζα, την ωχρή,
Γιατί να πορευτώ μαζί της, στο σκούρο αδιέξοδο,
Δεν ταιριάζω στα υψωμένα λάφυρα, που άσκοπα στοχεύουν,


Ο δρόμος, είναι γεμάτος απ’ αγκάθια και ουλές,
Εγώ, θα περπατήσω στα σοκάκια, εκεί που λάμπει ο ήλιος,
Στα πλακόστρωτα, που πνίγονται από των λουλουδιών, το άρωμα,


Στην αμμουδιά της παραλίας, κάτω από τη βροχή, δίπλα στο γαλάζιο κατωσέντονο,
Αντικριστά σε μια μικρή φωτιά, για να κρατώ ζεστά και απαλά τα σωθικά μου,
Με λίγα, με σημαντικά, μακριά από τα μισητά πολλά,


Το δικαίωμα των άξιων υποκριτών, να κρίνουν τη ζωή μου, απέρριψα,
Το καλντερίμι του ο καθένας, όπως αγαπά και λαχταρά, το ντύνει,
Κάποιοι με βούρκο, από τη μπόχα, που στάζει το ψοφίμι, κι άλλοι μ’ ανθόνερο,


Ο ελεύθερος αέρας, δεν θα υποκριθεί στο ψέμα, της θλιβερής ευτυχίας,
Το χρώμα του κόσμου, δεν θα λάμψει, στων αιώνων τον καιρό,
Σκυθρωπός και ψεύτικος, θα ταξιδέψει, κρατώντας τη σφαίρα, που ματώνει την αλήθεια.


©Kalliopi Tsouchlis 



Μέλλον παρελθόντων


Γιατί να σπαταλώ τις νύχτες μου, βουτηγμένες σ' εκείνα, τ' αναπάντητα,
Γιατί τα μάτια να δακρύζουν, τώρα που η θύμηση ακονίζει, του νου κάθε ρανίδα,
Γιατί η ψυχή να στάζει δάκρυ, πάνω από το ίχνος, μιας παλιάς φωτογραφίας,


Ποιος άραγε, άξιζε τον πόνο, τον δυσβάστακτο,
Ποιος ήταν εκείνος, που τόλμησε τ’ αδιανόητο,
Ποιος την καρδιά μου, όρισε στο πρέπει κι εξόρισε στο χάος,
Τώρα, έμειναν στάχτες και κουφάρια, να κοσμούν τη δυσοσμία,


Τώρα η τραγωδία, απέκτησε φωνή κι ουρλιάζει,
Τώρα φεύγω ηθελημένα, αψηφώντας τη ματαιότητα, του πρέπει.


©Kalliopi Tsouchlis 



Στιγμές αλήθειας


Μα για όσο υπάρχω, θα μιλώ μέσα, από τα χαρτιά μου,
Κόπος πόνος και χαρά, θ’ αγκαλιάζουν, όλες μου τις νύχτες,
Εκεί και μόνο τότε ανέχομαι, να ξεδιπλώσω την ψυχή μου,


Απέφυγε τις ερωτήσεις, δεν βρήκα ποτέ, τις απαντήσεις,
Στους γρίφους που λύνεις ασταμάτητα, κάπου εκεί μέσα, ζω,
Άλλοτε καλά κρυμμένη, πίσω απ’ το μελάνι, άλλοτε πάλι, όχι,


Μάταια έψαχνα, τρόπο να μιλήσω, πνιγόταν η φωνή μου, στην ψυχή,
Στα γραμμένα μόνο, υποκλίνομαι κι εξομολογούμαι, κάθε νύχτα,
Άτονη και άφωνη η λευκή σελίδα, ίσως γι’ αυτό, την εμπιστεύομαι,


Ανίκανη να κρίνει, άτολμη να κατακρίνει, της ζωής μου τα σκαλιά,
Αυτή μονάχα, ένιωσε τα καυτά μου δάκρυα, κάθε που ομολόγησα,
Έγδυνε πάντα τη σιωπή μου, μέσα από τις ψυχρές γραμμές της,


Ερωτεύτηκα τα μυστικά, που κράτησε, στης μοναξιάς τη δίνη,
Της χάρισα το δικαίωμα, να χαστουκίσει, το περίπλοκο μυαλό μου,
Δεν προδίδει, δεν ματώνει, δεν σκοτώνει, τον ανέγγιχτο μου πόθο,


Κατευνάζει κάθε λογής θυμό, κοπάζει του άδικου, τη μάταιη οργή,
Σ’ εκείνες τις όμορφες στιγμές, λυγίζει η πένα κι απαγκιάζει το κορμί,
Το βέβαιο της μυστικής εμπιστοσύνης, είναι που  μαρτυρεί, το άλλοθι.


©Kalliopi Tsouchlis 



Της νηνεμίας η ώρα


Στην άμμο ξαπλωμένοι, θαυμάζαμε τον ουρανό και στέλναμε ευχές,
Σαν το Σέλας, φώτιζαν τα μάτια, κι έλαμπαν οι ψυχές μας,
Αναρωτιόμασταν κι ελπίζαμε στη χάρη, της παράτολμης ζωής μας,


Καλμαρισμένη η θάλασσα, μας κρυφοκοίταζε καθώς χαμογελούσε,
Έδινε πνοή στων κυμάτων τον αφρό, κλείνοντας όλες τις πληγές,
Να μη φοβάσαι αποκρινόσουν, την ώρα που μ’ αγκάλιαζες,


Τα μαγικά σου λόγια, σαν πλήκτρα, γαλήνευαν τις σκέψεις μου,
Αγάπη δίκοπη, ξεχείλιζε στο δάκρυ κι ο νους, ταξίδευε στο χάδι,  
Στρίμωχνα το φόβο πίσω από τη νύχτα κι άκουγα τους παλμούς,


Το θάρρος του έρωτα σου, έδιωχνε το δόλιο φόβο μακριά,
Σου ψιθύριζα πως τα όνειρα, γεννιούνται την αυγή,
Την ώρα που κοιμάται η πόλη κι νύχτα ξεγυμνώνεται.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αυταπάτες


Όνειρα δραπέτες και μια αλήθεια, σαν παραίσθηση,
Σκέψεις αραδιασμένες στο χαρτί, με τη γόμα αντίκρυ,
Τόσα λάθη αναπάντητα, τόσα πάθη ανεξήγητα,


Απορίες κι εκδοχές παλεύουν, να λύσουν γρίφους,
Ρίσκο δίχως ανταπόκριση, σ’ ένα δρόμο αδειανό,
Ερινύες  βασανίζουν το μυαλό, και τα γιατί πληθαίνουν,


Φωτοβολίδα η αλλαγή, ράγισε τα κομμάτια,
Λόγια ειπωμένα, στο χρώμα της σιωπής,
Τραγική εξέλιξη η φωτιά που καίει και θερίζει,


Ραγισμένες καρδιές, στης λέξης την υπόσταση,
Μάτια γεμάτα πόνο λαμποκοπούν, μέσα από δάκρυα,
Σκληρός ο απολογισμός, κι ένα αντίο, στα χείλη κρέμεται.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αρνησιά


Δεν γεννήθηκε κανένας, στα οικτρά σκοτάδια,
Θύμα στης ζωής το πέρασμα, κατάντησε,
Θύτες, εκείνοι που έσκαψαν, το δρόμο του,


Υπαίτιοι οι δημιουργοί, που μάτωσαν τα νιάτα του,
Ανεύθυνοι οι πολλοί, που τον γαλούχησαν,
Λάβωσαν το σθένος του, μαζί και την καρδιά του,


Δίχως να θέλει, σύρθηκε, στου πόνου, τα σοκάκια,
Έγραψαν το μέλλον του, με στοιχειωμένο αίμα,
Μαύρισαν τα σπλάχνα του, δίχως να τον ρωτήσουν,


Όρνια ανίκανα, αγάπη να χαρίσουν, χαμόγελο να λάβουν,
Αποκαμωμένοι, πορεύθηκαν σε υπονόμους,  λασπωμένους,
Οδύρονται, μοιρολογούν τη μοίρα, την κακούργα,


Αρνούνται την ελπίδα, μισούν το χάδι της αγκάλης,
Θάβονται σ’ εκείνο που τους δίδαξαν, μια νύχτα με φεγγάρι,
Της ματαιότητας το τίποτα, στ' όριο του γκρεμού,


Σκυφτός και σκυθρωπός, ο γέρος πια, τον θάνατο του αναμένει, 
Στο δέρμα του μια πινελιά, ο πόνος, στα μάτια του η πίκρα,
Μέχρι να βγει η ψυχή, το σώμα να κρυφτεί, κάτω απ’ το βρεγμένο χώμα.


©Kalliopi Tsouchlis 



Της αγάπης πρόσω


Να φύγουμε, για τη ζωή που αφήσαμε, στου χρόνου την κλωστή,
Σιχάθηκα του κόσμου τα σωστά, εκείνα, που ράγισαν, τον κόσμο,
Αγάπησα τα λάθη της καρδιάς μου, με το μυαλό κατάχαμα,


Δυο μάτια παρωπίδες, η θλιβερή τους ζήση, με ματωμένο παρελθόν,
Μα την πορεία μου, τολμάω, να χαράξω για εκεί, που αγαπώ,
Με την ψυχή στα σύννεφα και το κορμί στα πέρατα,


Να γράψω το παραμύθι μας, με τ' ουρανού την τέμπερα,
Να ντύσω τα τραγούδια μας, με στίχους, το φιλί σου,
Στο βαλς, της ευτυχίας, να παίξουν, τα όνειρα μας.


©Kalliopi Tsouchlis  



Ανήθικη πληγή


Η φωνή μου, θάφτηκε στο διχασμένο σου κορμί,
Έμεινε μόνο η σιωπή, να κοιτάζει το διψασμένο χώμα,
Μέσα, βαθιά στη γη, έθαψες τ’ απομεινάρια, της ζωής,


Στάθηκες και τόλμησες, κατάματα, να μ’ αντικρίσεις,
Άναυδη, γύρισα την πλάτη, στο παγωμένο βλέμμα σου,
Χάθηκαν τα λόγια μου, πνίγηκαν, στο χάος του κενού σου,


Το φρικτό σου τίποτα, θεοποιήθηκε, στο βάθος της ψυχής μου,
Κράτησα την ευθύνη μου, μα έχασα, τη μυστική μου τόλμη,
Λύγισα και σύρθηκα στο λασπωμένο αίμα, που έσταζε ενοχές,


Οι νύχτες που ξημέρωναν, σκέπαζαν το ματωμένο στάχυ,
Αγάπη που κατάντησε, μια κούφια κτηνωδία, με ειρωνεία, τραγική,
Κι ο χωρισμός ήρθε και σφράγισε, τ’ όνειρο, το ανύπαρκτο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αγέρα αίγλη


Γονατιστός στη μπίντα, το διαλείπων φάρο, αγναντεύεις,
Στα μάτια σου καθρεφτίζεται, η λαμπρή αθαλασσιά,
Μια πλεύση αλαργινή, στο δι' ευχών, της χαραυγής,


Ακίνητος οδύρεσαι, στις ερινύες φθείρεσαι,
Άληκτο το θράσος σου, στο κοντράτο της σιωπής,
Δεν άντεξες να τρέχεις, δίχως να δειλιάσεις,


Η πορεία δεν ήτανε ακύμαντη, μα άξιζε τον κόπο,
Ευθεία η διέξοδος, μα έψαχνες το αδιέξοδο,
Σε μια στιγμή, σου ξέφυγε, το κάλος της αγάπης,


Συναισθήματα, χαμένα στην υπόνοια, έγιναν ολοκαύτωμα,
Μύρια ερωτηματικά, πήραν το μπούσουλα σου,
Έμεινες ακυβέρνητος, στο ρίγος του ωκεανού σου,


Αιμόφυρτους, μας έριξες στα γκρέμια, δίχως να σκεφτείς,
Θανάτωσες το σάπιο σου σαράκι, μαράζωσες και την ψυχή μου,
Αμέθυστη και άπλαστη, το διαλεχτό σκοτάδι σου, προτίμησα,


Τραβώντας με στο τούνελ, αγάπησα το χρώμα, της σκιάς σου,
Εκείνη μόνο αγκάλιασα, μια νύχτα με βροχή,
Και στον επίλογο, νοστάλγησα να ζήσω, στο ίχνος της αφάνειας.


©Kalliopi Tsouchlis  



Σκόνη αστρική


Μπουρίνι κι έρωτα μου, στην ξενιτιά με τράβηξες, μια νύχτα του Απρίλη,
Με φόρεμα λευκό, στα γαλανά σου τα νερά, φουρτούνα δε λογάριασα,
Το λάγνο βλέμμα σου, το γόητρο καθήλωσε, στις όχθες των ματιών μου,


Ένας έρωτας αλλοτινός, ο ήχος της πνοής σου, στο χρώμα των κυμάτων,
Στο ξακουστό σου θαύμα, πούλησα την άδοξη στεριά, την ώρα που σαλπάραμε,
Παράφορο παιχνίδι, του νου μου, ο χαμός, απ’ το δικό σου άγγιγμα,


Στα πέλαγα σου, σαν κοιμήθηκα , τα νιάτα μου χάιδεψα, μέσα στην αγκαλιά σου,
Στη Δύση με ταξίδεψες, απ’ τα δεκαοχτώ κοντά σου, μικρό, πρωτόμπαρκο παιδί,
Μια νύχτα στον Ατλαντικό, κατάματα σε κοίταξα κι έγινα του άνεμου, μια σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ενταύθα


Λόγια συμβόλαια, σαν θεοποιημένες διαθήκες,
Όρκοι θαμμένοι, σε ματωμένα δήθεν και άτολμες ελπίδες,
Ζωή κρυμμένη κι αποκαμωμένη, στο κλεμμένο μέλλον,


Δυσβάσταχτο το αύριο, που έρχεται να ξημερώσει,
Καρδιές σακατεμένες, στο λάθος της στιγμής,
Το πάθος το αέρινο, έγινε αερικό κι αλάργεψε,


Μάτωσε και χάθηκε το όνειρο, στο ρεύμα, της θαλάσσης,
Πνιγμένα συναισθήματα, που στην ακτή ξεβράστηκαν,
Κι η νύχτα, δικαστής, ήρθε να φυγαδεύσει απόψε, το μαντάτο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Εαρινό ίχνος


Απόθεμα της μέρας μου, εκείνη η λαμπερή στιγμή, της νύχτας,
Σιωπή και βλέμμα άγγιξαν, την ποθητή σου τρυφερότητα,
Η ανάσα, καθηλωμένη στο φιλί και το φυλλοκάρδι, τολμάει να ξεμυτίσει,


Τι να πρωτοθυμηθώ, απ’ το κρυφό σοκάκι, της ψυχής σου,
Κλείδωσα στο συρτάρι του άλλοθι, όλες τις ερωτήσεις,
Κράτησα τις απαντήσεις, που μου χάρισαν, τα μάτια σου,


Ένα ταξίδι βροχερό μ’ έναν έρωτα, ολίσθηση, στο διψασμένο χώμα,
Αρκεί να μου χαμογελάς και να κρεμώ, στο παρελθόν την αμαρτία,
Να γίνει άνοιξη ο χειμώνας μου, από το χρώμα της αγάπης σου.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θαλασσωμένα όνειρα


Μεθυσμένες πολιτείες κι οι πορείες μας χαμένες,
Τράβηξα για το Βορρά και διάλεξες το Νότο,
Στάθηκες ακίνητος, να με κοιτάς, την ώρα που χωρίζαμε,


Πάψε να φοβάσαι πια κι ακολούθησε με, σου αποκρίθηκα,
Μάταια τα λόγια μου, λύγισαν οι κόποι, στον τρόμο σου μπροστά,
Τα μάτια μου μιλούσαν, τα δάκρυ μου ξεχείλιζε, απ’ της καρδιάς, τα βάθη,


Στ’ αμπάρι που με έκλεισες, πνίγηκε η ανάσα μου,
Θεούς και δαίμονες ικέτευσα, όρθιος να σταθείς και να φωνάξεις, γύρνα,
Σπάραξαν τα σπλάχνα μου, σαν έπηξε το αίμα,


Ο καταπέλτης σφράγιζε κι η ματωμένη μου ψυχή, συνέχισε ν' αργοσβήνει,
Γονάτισα στη λαμαρίνα, χτυπώντας το κεφάλι, στο μπουλμέ,
Κι εσύ, μονολογούσες με χέρια ιδρωμένα, σαν έθαψες τα χρόνια μας, στο βούρκο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Του Ναυτικού η Μοίρα


 Μεσάνυχτα, η ώρα τέσσερις, σε λίγο ξημερώνει,
Μια εκθαμβωτική πανσέληνος, λούζει την κουβέρτα,
Κοιτάζω το ραντάρ κι ο νους αναρωτιέται, που ταξιδεύει η ψυχή μου,


Το ρεύμα δευτερόπρυμα κι η προπέλα, σαν ξίφος, χαράζει τα νερά,
Δακρύζουν τα μάτια ξαφνικά, υποκλινόμενα στη φύση,
Λάμπει τόσο το φεγγάρι, καθώς χαρίζει σάρκα και οστά, στην ψυχρή λαμαρίνα,


Είναι εκείνος, ο μοσχομυριστός αέρας της Μεσογείου, που τα σπλάχνα γαληνεύει,
Απαγκιάζουν οι παλμοί μου, βλέποντας τη Μάλτα, απ' τα αριστερά,
Άρχισαν ν' ακούγονται ξαφνικά, γνώριμες φωνές κι ο ασύρματος λυγίζει,


Είναι η Ελλάδα μου, που αγκαλιάζει το σκαρί, με τη γαλανόλευκη, περήφανη κι ατίθαση,
Ίσως είναι και η Μάνα μου, που νιώθω, πως πηγαίνω όλο και πιο κοντά της,
Εκείνο το αίμα που βράζει, καθώς κυλάει μέσα του, της θάλασσας η αλμύρα,


Σε λίγο θ' αρχίσει να χαράζει, προσμένω να γευτώ, το χρώμα της Ανατολής,
Λαχταρώ ν' ακούσω τη μιλιά, εκείνων που δεν έχω,
Στην πρύμνη θα 'μαι, τ' απόνερα να με τυλίγουν, στον ήχο των κυμάτων.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ψυχής φυλαχτάρι


Να 'ρθεις, να λύσεις τη σιωπή μου, για ένα βράδυ μόνο,
Μια αισθησιακή στιγμή, στο γόητρο των αστεριών,
Το απαγορευμένο φυλαχτό μου, να γίνει μια υπόνοια,


Το χειροφίλημα, στα παγωμένα δάχτυλα, ακόμα το θυμάμαι,
Κάπως έτσι ζεσταίνω, τα κρυστάλλινα ξενύχτια μου,
Μια θύμηση αξέχαστη, το θαύμα της αφής σου,


Το χάδι στο φιλί, έρχεται και χαρίζει, στα μάτια μου, στολίδια,
Η λυγερή σκιά σου χορεύει, με τα ρομαντικά σκοτάδια μου,
Είσαι η φωνή, που έκανα τραγούδι, με στίχους από έρωτα,


Ένα κορμί φλεγόμενο, σαν το κερί που σιγολιώνει,
Παράτολμη και άστατη, η αύρα των χειλιών σου,
Μα εγώ, με το μολύβι μου, θα γράψω, στη σελίδα μας.


©Kalliopi Tsouchlis 



Μνημόνευση παθών


Πάντοτε, θα με πνίγει εκείνο, που δεν πρόλαβα να πω,
Στην κόλαση που για μένα, έπλασες, θα ζεις και θα ουρλιάζεις,
Φρικτά θα κλαις και θα ματώνεις, για εκείνα που αρνήθηκες,


Εγώ πονάω και θρηνώ, το συναίσθημα απόψε,
Θα 'ρθει κι η σειρά σου, μια νύχτα στο μουράγιο,
Η θύμηση σου, θα  θαλασσοπνίγεται, στης κτηνωδίας το λυγμό,


Είναι η τιμωρία που σου μέλλει, για το βωμό που έστησες,
Ξέχασες πως ο δυνατός, όρθιος θα σταθεί, για όσο κι αν συρθεί,
Τη μοίρα θα κοιτάξει και μακριά σου, θα πετάξει,


Η θλίψη, η δική σου, θα μαζέψει τα κομμάτια, του χαμένου,
Θρύψαλα και στάχτη, η ζωή, που διάλυσες, μπροστά μας,
Μα όσο κι αν παλέψεις, ποτέ ξανά,δεν θα δεθεί, όπως και η ψυχή σου,


Μια μισητή αρρυθμία, όλη σου η ζήση, μα τώρα αργοσβήνεις,
Απέναντι σου στέκω και γελώ, καθώς τον ήλιο μου, θαυμάζω,
Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει, πίσω, στο θάρρος μου, με πάει.


©Kalliopi Tsouchlis 




Διαττόντων θύελλα


Μου μιλάς αγγίζοντας με κι η βουή της νύχτας, οργιάζει,
Το χάδι της φωνής σου, δεν ζητάει ανταλλάγματα,
Αφήνομαι στο ίχνος σου, δίχως να ξεστομίζω, τ' οτιδήποτε,


Περιττές οι συστάσεις, κάτω από τ' ουρανού, το στέγαστρο,
Το φόντο του θαλασσινού εργόχειρου, πνίγει τα τόσα, λόγια,
Μια εκκρεμότητα, υποκλινόμενη στο μεγαλείο, της εγγύτητας,


Περσείδες εισβάλλουν άξαφνα, στη μυστική ατμόσφαιρα ,
Εύθρυπτη η στιγμή, στη γοητεία του προσώπου σου,
Με το ξενύχτι της αγρύπνιας μου, στα γλυκοφιλήματα σου.


©Kalliopi Tsouchlis 



Απαντοχής έργο


Ύψωσε την τύχη σου, πέρα να φύγει για τ’ ανέμελο ,
Πάρε σπαθί σου, το κορμί και την καρδιά ασπίδα,
Στιχάκια είμαστε γονατιστά, στη δύναμη της θέλησης,


Ώρα καλή σου πέταξε, το μαύρο πέπλο του θυμού,
Λύγισε  τα σίδερα και κέντησε χρυσάνθεμα,
Αγκάλιασε τη νιότη σου και κτίσε το παλάτι σου,


Φόρεσε λευκό μανδύα, σε τούτο το ταγκό,
Μπούσουλας το χαμόγελο, ν’ αναρωτιέται η πλάση,
Γδύσε το μυστήριο, τώρα που ντύνεις ,το φως με υποκείμενο,


Κάνε τη μέρα έλκηθρο, στης νύχτας τη σαγήνη,
Αλαλιασμένος θα τολμάς, όσο θα προχωράς,
Να γίνει το τέλμα αφετηρία, στο νήμα της ζωής,


Χάραξε λευκογραμμή και άπλωσε σμαράγδια,
Ακαριαία άλλαξε, τον οιωνό σ’ απόδειξη,
Κι άσε την ειμαρμένη , το μέλλον σου ν’ αφηγηθεί.  


©Kalliopi Tsouchlis 



Μύδρος


Ζαλίζομαι καθώς μου ψιθυρίζεις, μέσα στο μεσονύχτι,
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χάνουν τον έλεγχο τους,
Σαν τα σπλάχνα μου ν’ αγγίζεις, τώρα που τραγουδώ,


Ίσως ακούγεται δραματικό, μα δεν μπορεί να είναι,
Συμβαίνει κάθε ώρα, στο χάδι των λεπτών,
Κι εκείνη η όψη σου, μεθάει τη στιγμή μου,


Κοιτάζω το ποτήρι, μα το κρασί δε γεύομαι,
Σαν να χάνομαι ξανά, στης ανασφάλειας το άκρο,
Σ’ αφήνω να με σαγηνέψεις, καθώς σου δίνω χρόνο,


Είναι το μόνο που μπορώ, πλάι μου να σε νιώσω,
Δε θέλω να χαθείς, μήτε να προσπεράσεις,
Κοίταξε στον καθρέφτη, τη φλόγα από το είδωλο,


Πρόσεχε μόνο, μην καείς, από την τολμηρή ανάσα,
Κι όσο η σπίθα σου τινάζει, στο εφικτό τ’ ανύπαρκτο,
Μη ρίχνεις άλλο οινόπνευμα, στο τραύμα της σιωπής μου. 


©Kalliopi Tsouchlis 

 


Άρια


Συναίσθημα ζητά ο άνθρωπος, για να χαμογελάσει,
Εκείνο το αόρατο, τ' άπιαστο, που δεν κοστίζει δράμι,
Ν’ αλλάξει χρώμα ο ουρανός, τη μέρα της λαμπρής,


Το χάδι να σφραγίσει, την ώρα της ωδής,
Συνοδοιπόροι , επτά νότες, σε μια αύρα μελωδίας,
Δεξίμι είναι τ’ όνειρο κι ας το πουλάνε ακριβά,


Μέσα τους το φυλάνε εκείνοι, οι αδικαίωτοι,
Σ’ εκείνους τράβα, να το βρεις κι απλόχερα να στο χαρίσουν,
Για μια στιγμή ελεύθερος, να νιώσεις τη μαγεία,


Άσε τα φυλλοκάρδια σου ν’ αφουγκραστούν,  της λύρας το δοξάρι,
Μην τα κρατάς βαλσαμωμένα, στης νύχτας το επίπεδο,
Να λυτρωθείς, να κλάψεις κι ας είναι, να πεθάνεις.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ενύπνιο


Πέτα ψυχή μου ταξιδιάρα, τον άνεμο να φτάσεις,
Να γονατίσει σαν σε δει, στα όμορφα φτερά σου να χαθεί,
Δώσε το ρεύμα της καρδιάς, την ιστορία γι' άλλοθι,


Κι αν είναι κωμωδία, στην κατακλείδα θα φανεί,
Τερμάτισε τα χειριστήρια, λικνίσου στην ορμή της,
Κάνε τα πέλαγα δικά σου και το θεριό μαστίγωσε,


Στολίζει ο ήλιος τον καθρέφτη, μοσχοβολά τ’ αγιάζι,
Περπάτα πάνω στην κουβέρτα, λυμένο στερνοπούλι,
Εγκάρδια να της γελάς, καθώς θα της μιλάς,


Μα όσο καλπάζει η προπέλα, με συνοδούς τα χνάρια,
Χρώματα σταλμένα απ' το βυθό, τα ρέλια θ' αγκαλιάζουν,
Κι η γη μας θα κινείται, μ' επίλογο το σεληνόφως.


©Kalliopi Tsouchlis 



Όρτσα


Εμένα που με βλέπεις, κύματα δε φοβάμαι,
Τη θάλασσα την αγαπώ, στον κόρφο μου την έχω,
Στιγμή δεν καρδιοχτύπησα κι αυτό μου δίνει ρίγος,


Τον άνθρωπο λυπήθηκα, εκείνο το δειλό,
Αυτός που κουρελιάστηκε, στης μοναξιάς τη λύρα,
Δόλια μυαλά και κάστρα σε μιας στιγμής ασπίδα,


Δε μου ταίριαξε ποτέ ο κόσμος της τρομάρας,
Εγώ λατρεύω τα γλαρόνια, που ανοίγονται παλικαρίσια,
Με τον Ατλαντικό μιλώ και σιγοτραγουδώ,


Ρώμη δεν έχεις να καπελώσεις τον αέρα,
Γιατί σαν έρθει και βροντήξει, τον κυνισμό σου θα ξεφτίσει,
Άπραγος, θα τρέμεις στο αν θα σε σαρώσει,


Αρπάζει η πλώρη την καρδιά και μακριά την πάει,
Το σώμα στο σκαρί και η ψυχή αλάργα,
Ελεύθερος στη γέννα περήφανος στο τέλος.


©Kalliopi Tsouchlis 



Πλωτά όνειρα


Ταξιδευτής και Ποιητής συνοδοιπόροι αιώνια,
Ποιος εκείνος που χόρεψε στα πέλαγα δίχως να γράψει στίχους,
Άραγε ποιος δεν έψαλλε τη νύχτα στη βαρδιόλα,


Πορεία για το Γιβραλτάρ κι η σκέψη αλαργεύει,
Το χέρι στο τιμόνι και το μυαλό στο σπίτι,
Τα μάτια στον ορίζοντα και μια ψυχή προπέλα,


Ολίσθηση, όλη του η ζήση κι αλάτι ποτισμένη,
Με του Βοριά τα κύματα, στέλνει τα χαιρετίσματα,
Πονάει η μοναξιά, χαράζει σαν φαλτσέτα,


Αναπολεί το άγγιγμα και συλλογιέται τα ανείπωτα,
Δακρύζει στο εννιάμηνο, σαν νοσταλγεί το ξέμπαρκο,
Τη σκάλα να κατέβει το ντόκο να φιλήσει,


Ζωή σε μια βαλίτσα κι εκείνη η καρδιά μονίμως διαλυμένη,
Στιγμές από φωτογραφίες και όνειρα βουβά,
Μίσησε το χωρισμό, θέλει να τον σκοτώσει,


Σαράντα χρόνια ματωμένα, κοιμάται με το μπότζι,
Ξηρά ψάχνει να βρει, να πάει ν’ απαγκιάσει,
Μα μόλις έρθει και στεριώσει, την αλμύρα θα ποθήσει.


©Kalliopi Tsouchlis  



Σε λίγο ξημερώνει


Κι εκείνη η σιωπή, είναι που με τρομάζει,
Με κρατάει καθηλωμένη στο μηδέν,
Ο χρόνος τρομακτικά, δαμάζει την ψυχή,


Το υγρό τζάμι λύνει τα δεσμά,
Η παλάμη, χαϊδεύει την σφοδρή υγρασία,
Κοιτάζω απέξω κι αναρωτιέμαι που κρύβεσαι,


Το κλειδί του αυτοκινήτου με καλεί,
Σε μια στιγμή βρέθηκα στην εθνική,
Πηγαίνω στο λιμάνι,να γαληνέψει η σκέψη μου,


Είναι παράτολμο να περπατώ, εκεί που σε λαχτάρησα,
Αγκιστρώθηκες πάνω στην καρδιά μου,
Μα δε λες να σηκωθείς να φύγεις,


Σε διώχνω κι όσο τολμάω, εσύ γαντζώνεσαι,
Μίσος με καλύπτει, τη στιγμή που σ’ αγαπάω,
Μια ανάσα συντριβή, στο βλέμμα της απάτης σου.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ουράνια ρότα


Κι αν δεν μιλάς δεν έχει σημασία,
Η σιωπή καλά κρατεί τις απαντήσεις,
Εμβέλεια μιλίων έχει η αγάπη τούτη,


Νότες απ’ άκρη σ’ άκρη ταξιδεύουν,
Μια σκέψη γητεμένη  αιωρείται,
Κι εσύ πλανάσαι ακόμα στην αιτία,


Μια θάλασσα αγάπης απλώνεται μπροστά σου,
Πλάγιασε δίπλα της και πίσω μην θωρείς,
Πονάει ο χωρισμός  σαν λαβωθεί ο έρωτας,


Θέλει σθένος σαν πετάς στα μάτια να κοιτάς,
Ο φόβος τακίμι δε γίνεται με Θαλασσοδαρμένους,
Τσακίζεται ο τρόμος στου μαρνέρου τη γροθιά,


Δε νογάει  ο Ναύτης του κόσμου το αμάρτυρο,
Τον φουρτουνιάζει ο πλους στου ξυραφιού τη κόψη,
Δεν δέχεται ψιχία στο δρόμο που του ανήκει,


Ξάφνου αλλάζει την πορεία και για το Νότιο Σέλας τραβάει,
Να συναντήσει τα παράτολμα για να φιλήσει τ’ άφθαστα,
Με Καπετάνιο την ψυχή και τη λαχτάρα πρίμα.  


©Kalliopi Tsouchlis  



Εμβύθισης στίγμα


Με καυτή βελόνα σκαλίζει ο νους το φυλλοκάρδι,
Μια λάβα σε εξέλιξη κι ένα σώμα σε κατάληξη,
Απόγνωση σ’ ένα πάτωμα γυαλί κι η λογική να βγαίνει στο σφυρί,


Λόγια σημαδεμένα από καρφιά και η ζωή κρυμμένη πίσω απ' το μπουλμέ,
Ένα μπουντρούμι το αύριο δίχως το πληγωμένο χτες του επιζώντα,
Αποτελειωμένα άλλοθι σε δολοφονημένα σήμερα,


Σαν τους μαγνήτες της πυξίδας πάλλεται η αγλύκαντη καρδιά,
Κάθε αρτηρία υποκύπτει στην εισπνοή απ’ το κρυφό μαράζι,
Λυγίζει το μυαλό στης κατάντιας το πλατύσκαλο,


Σφάλματα σαν πέλματα ηχούν την ώρα του κινδύνου,
Μέσα σε μια στιγμή τρόμος κυκλώνει το φεγγίτη της ψυχής,
Μα στο φινάλε έμεινε το σπλάχνο να ωρύεται για τ’ απολεσθέν συναίσθημα.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θάλασσα


Θάλασσα εσύ – γαλήνη μου και της καρδιάς μου μούσα,
πόθε γλυκέ του ονείρου μου που από παιδί κεντούσα,
μύρια καράβια κι όμορφα που σου 'πλεκα λιμάνια,


με χάντρες που σε στόλιζα και με χρυσά γιορντάνια,
πού είναι, πια και δεν μπορώ να νιώθω μακριά μου,
κι άλλο δεν έχω παρ’ αυτά τα έρμα δάκρυα μου,


κι ό,τι από εκείνου τ’ όνειρο ξεπλέκω μεσημέρι,
να το αναπλέκω ψάχνοντας ποιο κύμα θα τον φέρει.
Παρακαλώ σε, θάλασσα, φέρε τον πάλι πίσω,


απόψε, τώρα! που ποθώ τα χείλη να φιλήσω,
πόνο μη νιώθω, στεναγμό κι άλλο να μη λυπάμαι.
Να πάψω πια, σαν όνειρο και μόνο να θυμάμαι.


©Kalliopi Tsouchlis 



Λύτρωση ψυχής


Τώρα πια που της μιλάς είναι αργά,
Έχασε τα λογικά της μια νύχτα με φεγγάρι,
Δαίμονες και Τρίαινες στοίχειωσαν τα όμορφα της μάτια,


Δάκρυ έγινε το αίμα της και λέρωσε το πρόσωπο της,
Κύλησαν σταγόνες στα φύλλα της καρδιάς της,
Των λουλουδιών ο κήπος πήρε το στίγμα του καημού,


Μάταια την κοίταξες και θέλησες να τη φιλήσεις,
Λευκός μανδύας κάλυψε τη λάμψη του κορμιού της,
Κι εσύ μεμιάς αναρωτήθηκες  αν πονάει ο χωρισμός,


Των συναισθημάτων ο θρήνος είναι που σκοτώνει,
Κι εμείς ανίκανοι μαζεύουμε τις στάχτες της οδύνης,
Αλάργευε λοιπόν στης σκιάς την εξιλέωση,


Να φτάσεις εκεί που σου αρμόζει για να ζήσεις,
Στο βάθος του ορίζοντα και στης στεριάς τα δειλινά,
Γίνε της λησμονιάς φεγγάρι και της ημέρας άχτι.


©Kalliopi Tsouchlis 



Άλως


Ζωή παρατημένη σε μια ψυχρή διαθήκη,
Κακογραμμένη και με αίμα ποτισμένη,
Ψυχή θαμμένη στου πόνου το μεδούλι,


Γυαλί καρφί και πέταλο κόστισαν τη νιότη της,
Αποκαμωμένη μάζεψε τα σμπαράλια της μανίας,
Γύρισε την πλάτη στο άδοξο μέλλον του σκυθρωπού διαβάτη,


Χάραξε κόκκινη γραμμή στης ευτυχίας το χάρτη,
Αλαζόνας ο διωγμός την έσερνε στη δική του γαλαρία,
Μην υπολογίζοντας στιγμή το ψυχικό της σθένος,


Μα εκείνη γνώριζε καλά της φουρτούνας το παιχνίδι,
Έγινε σωσίβιο η ίδια στης ξαστεριάς το χάδι,
Κάνοντας το κύμα φίλο και οδηγό το ρέμα,


Ξεγέλασε το μαύρο καβαλάρη με αρετή και τόλμη,
Αφήνοντας τον στου λυγμού τη θρηνωδία,
Σαλπάροντας αγέρωχη σαν σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis  



Μυστικού θανή


Με την καρδιά στα χέρια και τη στοργή στα μάτια,
Τόλμησε κι έτρεξε να σ’ ανταμώσει,
Τα μακριά μαλλιά της στόλιζαν τους ώμους,


Μ’ ένα χαμόγελο που έλουζε την πλάση όλη,
Σου άπλωσε το χέρι και το κλειδί της ευτυχίας,
Γονάτισε μπροστά σου και φίλησε το χώμα που πατάς,


Μα εσύ ανέκφραστος κι ανάξιος συνοδοιπόρος,
Έστρεψες το ξίφος σου στα ήδη ματωμένα στήθη της,
Προσπέρασες  τον πόνο που έκρυβε καλά στα σωθικά της,


Υπέθεσες πως έχεις δύναμη να την εξαφανίσεις,
Αστόχησες στο αλεξίσφαιρο που κάλυπτε τη σάρκα της,
Αρματωμένο το κορμί της με δύναμη και θάρρος,


Μα εσύ άλαλος κοιτούσες του μίσους την κατάληξη,
Καθώς δακρυσμένη βύθιζε στον κρόταφο τη σφαίρα,
Και αμολήθηκε στα επουράνια σαν το χαρταετό


©Kalliopi Tsouchlis  



Αιγαιόγλαρος


Μάταιος ο κόπος σου να τον στεριώσεις,
Δεν τιθασεύεται μα ούτε φυλακίζεται,
Ελεύθερος γεννήθηκε, περήφανος ταξίδεψε,


Κι όσο η καρδιά χτυπά στη θάλασσα του θα γυρνά,
Νερό θαλασσινό θα πίνει και πάλι θα πετάει,
Σε μιας στιγμής απόφαση απέναντι σου θα σταθεί,


Έκπληκτος θα τον θαυμάζεις σαν η καρδιά σου θα δαμάζει,
Στ’ ουρανού το τόξο και στης καρδιάς τη συγχορδία,
Στη μπίντα θα καθίσεις για να τον χαιρετήσεις,


Κι όταν τον άνεμο ξεστρώσει και υψωθεί να φύγει,
Κατάματα θα σε κοιτάξει πριν να σε προσπεράσει,
Την ελπίδα θα σου αφήσει και γελαστός θα συνεχίσει.


©Kalliopi Tsouchlis



Εγωλατρίας  εξόντωση


Μια αυταπάτη όλη σου η ζήση,
Ψέμα περιπλανώμενο στου καιρού τη θύελλα,
Φυγόπονη ψυχή με βλέμμα φθονερό,


Καρτερίας και στοχασμού λιμάνι έψαχνες,
Να συλλογίζεσαι του χωρισμού το στόχαστρο,
Κόπος μάταιος και ανέγγιχτος,


Διέλυσες την κωμωδία του πλήθους,
Μυκτήρισες τον όλεθρο του πόνου ,
Αγνοώντας την υπόσταση της ανθρωπότητας,


Μα τώρα έφτασε του ξεριζωμού η ώρα,
Τα μάχαιρα που ύψωσες επέστρεψαν σε σένα,
Λύγισες και χαροπάλεψες απ’ τη δική σου κόψη.



©Kalliopi Tsouchlis



Επίκτητος


Στον πόνο που εχάρισες,
Λευκή σιωπή σου απαντά,
Αμείλικτη αντίκρυ στο ανάστημα,


Τρομάζεις στο κρυμμένο σου εγώ,
Ψυχορραγείς στης λήθης το απέραντο,
Απαξιείς του χρόνου την κορδέλα,


Υποθάλπεις το μαζί στην κατάρα του χωρίς,
Ριψοκινδυνεύεις αίμα σάρκα και ζωή,
Ανίκανος στου βίου τη στοά,


Έλασμα μεταλλικό ακονίζει τις ψυχές,
Ο μαυροφορεμένος εγκλωβίζεται στου κόσμου την οδύνη,
Αφουγκράζεται τον πόνο της απώλειας,


Δακρύζεις τολμώντας να μ’ αγγίξεις,
Μα το δικαίωμα σου αφαιρέθηκε από τον ιδρυτή,
Εκείνον που σε έπλασε και θάφτηκες εντός του.


©Kalliopi Tsouchlis


Λεβάντες


Πλέξη αραχνοΰφαντη η λάμψη του ήλιου εντός σου,
Γυαλίζει ο ορίζοντας που μονομιάς θηλάζεις,
Τέκνο γλυκύτατο υψώνεις την ώρα που γεννιέσαι,


Στης καρδιάς τη μελωδία στης ψυχής το σταλαχτίτη,
Καλμάρεις το λιμάνι μου με το δικό σου άλλοθι,
Αγιογραφία χαράζεις στη ρότα του ιστού μου,
Και κάθε που θ’ ανατέλλεις θα σου φωνάζω,

Αγνάντευε.


©Kalliopi Tsouchlis



Κόρη του Πελάγους


Πνοή μου πελαγίσια, κοίταξε έξω, να δεις που βρέχει… Βρέχει και στην καρδιά μου, ξεβράστηκαν τα βλέφαρα και πότισαν το δέρμα μου, μαζί και την ψυχή μου…

Στήνω σκαλοπάτι, στη δίνη τ’ αποχωρισμού, ν' ανεβώ και ν’ ανασάνω… Να λυγίσω, να δακρύσω, χάρη να μη ζητήσω… Ο ουρανός, μονάχα να κοιτάει κι η πλάση, να ράβει τις σιωπές μου…

Ανέγγιχτε εαυτέ μου και πώς να σ’ αρνηθώ; Δώσε μου το ίχνος της σκιάς, τη νύχτα να θολώσω, τη μέρα ν’ αγκαλιάσω, μήπως και θυμηθώ τι πάει να πει, χαμόγελο από καρδιάς σταλμένο και σ’ άνεμο ειπωμένο…

Καταμεσής στα πέλαγα σε χάνω, ζωή μου ταξιδιάρα… Κρατάς πυξίδα στο βορρά και το κορμί μου σέρνεις… Το βήμα της προπέλας, μες στα σπλάχνα μου βρυχάται…

Τι κι αν απόψε σ’ αρνηθώ; Αύριο πάλι θα ‘σαι εδώ…Να σε κοιτώ να χάνομαι, χρόνο να μη λογίζομαι, στις χαραυγές να νείρομαι και στο φιλί να πνίγομαι…

Κι αν τα χρόνια μου, στειρώσουν την κραυγή, εσύ να μην διστάσεις… Τα δάχτυλα μου τα βρεγμένα, στο χάδι θα μιλούν και τα όνειρα μου, τα φθαρμένα, με μια βουή, μ’ ένα σφυγμό, μιαν αγάπη, στην άμμο θα κτίσουν…

Κι ο έρωτας θα δέσει στον παλμό και τα κορμιά, θα γίνουν ένα…Θυμάσαι; Γύρνα το χρόνο πίσω και θυμήσου, τα βράδια στη βαρδιόλα, που τη βροχή κοιτάζαμε…

Ένα γινόταν το βρόχινο νερό, με την καρδιά της κυματούσας, ένα γινόμασταν κι εμείς, κάτω απ’ του ουρανού το στέγαστρο...

Γυρίσαμε της μοίρας της σελίδας, θύματα του χρόνου, θύτες και των ψυχών μας, λιποτάκτες...Θυμάσαι; Σου είχα πει τόσες φορές, μην θάβεις τις λέξεις μες στην άμμο, τ’ απόνερα του καραβιού, θα ΄ρθουν και θα γκρεμίσουν τα θεμέλια…

Δεν μ’ άκουγες κι ο πύργος μας, γκρεμίστηκε… Δεν ήσουν εκεί, είχες πνιγεί, μια νύχτα στον Ειρηνικό… Η ψυχή σου, μου μιλούσε κι εγώ αναίτια, γνωρίζοντας το θάνατο, έψαχνα τρόπους να σε βρω…

Σε μιας στιγμής απόφαση, στο νεκροφίλημα σου, αντάμωσα τα νιάτα μου και τη ζωή, που χάσαμε…

Σ’ ενός λεπτού σιγή, τα σωθικά μου διέλυσα κι ο πόνος μου, βαπτίστηκε στ’ όνομα που λάτρεψες…

Κόρη του πελάγους…


©Kalliopi Tsouchlis



Ξεχασμένοι απολογισμοί


Ποιο το όφελος ν’ αφουγκραστώ τη μάζα την ωχρή,
Γιατί να πορευτώ μαζί της στο σκούρο αδιέξοδο,
Δεν ταιριάζω στα υψωμένα λάφυρα που άσκοπα στοχεύουν,

Ο δρόμος είναι γεμάτος απ’ αγκάθια και ουλές,

Εγώ θα περπατήσω στα σοκάκια εκεί που λάμπει ο ήλιος,
Στα πλακόστρωτα που πνίγονται από των λουλουδιών το άρωμα,


Στην αμμουδιά της παραλίας κάτω από τη βροχή, δίπλα στο γαλάζιο κατωσέντονο,
Αντικριστά σε μια μικρή φωτιά για να κρατώ ζεστά και απαλά τα σωθικά μου,
Με λίγα με σημαντικά μακριά από τα μισητά πολλά,


Το δικαίωμα των άξιων υποκριτών να κρίνουν τη ζωή μου απέρριψα,
Το καλντερίμι του ο καθένας όπως αγαπά και λαχταρά το ντύνει,
Κάποιοι με βούρκο από τη μπόχα που στάζει το ψοφίμι, κι άλλοι μ’ ανθόνερο,


Ο ελεύθερος αέρας δεν θα υποκριθεί στο ψέμα της θλιβερής ευτυχίας,
Το χρώμα του κόσμου δεν θα λάμψει στων αιώνων τον καιρό,
Σκυθρωπός και ψεύτικος θα ταξιδέψει κρατώντας τη σφαίρα που ματώνει την αλήθεια.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Λευκός καμβάς


Παλέτα δίχως χρώματα, θυμίζει η μέρα, μακριά σου…Διστακτικά, κοιτάζω το ρολόι κι οι δείκτες, φλόγες μες στα μάτια μου…

Πλαστικό που καίει η στάχτη, μυρίζει η νύχτα… Που είσαι; Ξέρω που είσαι, μα δεν είσαι εδώ… Άρα, δεν είμαι πουθενά…

Βαρύγδουπο, τούτο της απουσίας, το στίγμα… Ανύπαρκτες συντεταγμένες, δυο χούφτες ιδρωμένες… Δάκρυ πόθου, στάζει το ξημέρωμα, σμήγμα που στεγνώνει στο σεντόνι, η ανατολή…

Που να χωρέσουν τόσα, ανείπωτα φιλιά… Γέμισε το δωμάτιο υφή, την αισθάνομαι και φοβάμαι… Ξέρεις κάτι; Εμένα νιώθω, το άγγιγμα μου με τρομοκρατεί… Κι εσύ;

Μια κατακρεουργημένη απουσία, αγκάλιασα και χτες…Είναι εκείνη, που κι απόψε, θα με χαϊδέψει… Δίκη δίχως μάρτυρες, πάλι…

Δικάζω το συναίσθημα, του χωρισμού μας έναντι… Ένοχη στην ανάμνηση, αθώα στην πληγή… Σ’ ένα πόρισμα, που καταδίκασα εμένα…

Βλέπεις, ένας τραβάει τη σκανδάλη κι άλλος μαζεύει σφαίρες… Ένας σωριάζεται στο παγωμένο μάρμαρο, με δυο κηλίδες αίμα... Κι ο δειλός, κοιτάζει τα κλειδιά…

Στην πόρτα απέναντι, με θράσος μειδιάζεις… Κουρνιάζεις στην φίλτατη φυγή, μαζεύεις και τις στάχτες…

Κι από το βάθος, ακούγεται μια φωνή, να ψιθυρίζει…

Φεύγοντας, ξέχασες μια σφαίρα…


©Kalliopi Tsouchlis



Μέλλον παρελθόντων


Γιατί να σπαταλώ τις νύχτες μου βουτηγμένες σ' εκείνα τ' αναπάντητα,
Γιατί τα μάτια να δακρύζουν τώρα που η θύμηση ακονίζει, του νου κάθε ρανίδα,
Γιατί η ψυχή να στάζει δάκρυ πάνω από το ίχνος, μιας παλιάς φωτογραφίας,


Ποιος άραγε, άξιζε τον πόνο τον δυσβάστακτο,
Ποιος ήταν εκείνος που τόλμησε τ’ αδιανόητο,
Ποιος την καρδιά μου όρισε στο πρέπει κι εξόρισε στο χάος,


Τώρα, έμειναν στάχτες και κουφάρια να κοσμούν τη δυσοσμία,
Τώρα η τραγωδία απέκτησε φωνή και ουρλιάζει,
Τώρα φεύγω ηθελημένα αψηφώντας τη ματαιότητα του πρέπει.


©Kalliopi Tsouchlis



Αλησμόνητα τα περασμένα


Είναι ανώφελο να μοιράζεις απλόχερα την πίκρα,
Ανήθικο να πατάς στο χώμα από το αίμα εκείνων που τόλμησαν,
Να σ’ αγαπήσουν δίχως το αντάλλαγμα,


Νότες σε πεντάγραμμο είμαστε,
Μια σύντομη μπαλάντα που θα λησμονηθεί στο διάβα του καιρού,
Μόνο η θύμηση θα μείνει,


Ντύσε λοιπόν το παρελθόν μ’ ανάμνηση,
Το άδικο πονάει το ψέμα είναι που πληγώνει,
Μην ρίχνεις άλλο οξύ στην πληγωμένη χούφτα,


Αναθεώρησε τα δεδομένα σε προσωρινά,
Ανίκανοι σταθήκαμε στην αιωνιότητα μάταια παλέψαμε το χρόνο,
Να συγχωρείς πριν την πλάτη σου γυρίσεις,


Η συνείδηση κρατάει την καρδιά σε νηνεμία,
Η τύψη την κουράζει γονατίζει κάθε χτύπο της,
Απέναντι μας στέκεται τραβάει τη ζωή και χάνεται.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ο δρόμος


Κόντρα σ’ ανέμους και θεούς, γνωρίστηκαν μια νύχτα… Αψήφησαν τον κίνδυνο κι άρχισε ο πόλεμος ψυχών, αντιστάθηκαν, μάταια… Η αγάπη τους, βίαζε την αντίσταση μαζί και των ματιών τις κόρες…

Ζούσαν χαμηλά, πετούσαν στα ψηλά, ονειρευόντουσαν κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό… Βούρκωναν στη ζωή, γονάτιζαν και στο θεριό… Περνούσαν οι νυχτιές, με ιδρωμένα όνειρα…

Η σπίθα κατέληξε σε πυρκαγιά, κοίταζαν έντρομοι κι ερωτευμένοι… Ήταν αδύναμοι απέναντι, στο πάθος, στο λάθος, στο φόβο, στην καρδιά… Την αγαπούσε, καθημερινά φώναζε κι εκείνη, σιωπούσε…

Σιωπούσε στη φωνή, που χάραζε τα σωθικά, με τ’ όνομα του… Ανήθικη η καταναγκαστική δύναμη, ανήθικη κι η μοίρα, του παραβάτη… Μοναχικός ακροβατεί, σε πύρινο καλώδιο…

Μονολογεί και πνίγει τα τόσα και τόσα ουρλιαχτά, θάβει και τον αέρα, σε σκοτεινά σοκάκια…Ψάχνει να τη βρει, μα δεν υπάρχει πια…Έφυγε άθελα της, δίχως να προλάβει να του μιλήσει…

Ο πόνος του, τον μέθυσε και βιάστηκε… Παρόρμηση ερώτων και παθών, τον οδήγησαν στα βράχια…Νόμισε, πως δεν τον αγαπούσε… Έτρεξε να φύγει μακριά, θέλησε να γράψει τον επίλογο, μόνος…

Τους χώριζε ο δρόμος, τους χώριζαν τα μίλια… Η ένωση τους, θάλασσα, ένα ποτάμι δάκρυ και μιας βουής πνιγμός…

Τώρα, μόνη πια και στοιχειωμένη, θρηνεί για το χαμό…Λυγίζει και σκοτώνει το κορμί της…Γιατί; Γιατί, φώναξε κι εκείνη, σ’ αγαπώ…Μα ήταν ήδη αργά, εκείνος είχε ήδη φύγει…

Συνωμότησε ο δρόμος μαζί με τα φανάρια κι όταν, εκείνη σταμάτησε, οι τίτλοι τέλους, είχαν ήδη πέσει…Κι έτσι, αγκάλιασε τα κομμάτια της μαζί και τ’ ανείπωτο κι έφυγε…

Ταξίδεψε στη θάλασσα, να λυτρωθεί, ζητούσε… Φτάνοντας, ούρλιαξε…Στα βράχια πότισε, το αίμα της μαζί και τόσα λόγια…

Να γυρίσεις, σ’ αγαπώ, χάραξε στην πέτρα…


©Kalliopi Tsouchlis

 

Άρωμα από Χίο


Εκείνη η ξελογιάστρα αύρα του Αιγαίου γαληνεύει την ψυχή μου,
Μοσχοβολά απ’ άκρη σ’ άκρη τα μάτια μου μαγεύονται,
Χαμογελώ την ώρα που κοιτάζω τον μέγα τον ορίζοντα,


Είναι κι εκείνο το νησί στη Σμύρνη μου απέναντι η Χίος, η δική μου,
Ο τόπος των χρωμάτων μου και των ανθέων ο μύρος,
Το νησί της ξενιτιάς της δίκοπης αλμύρας το κομμάτι,


Εκείνο το μικρό στολίδι μέσα στου Πελάγου την οργάντζα ,
Στέκεται περήφανο μα και στο χρόνο ματωμένο,
Ξεσπάει και δακρύζει μέσα απ΄ τα μαστίχια του,


Σαν τη Μάνα της καρδιάς μου αγκαλιάζει τα παιδιά του,
Όσα στις Θάλασσες χορεύουν και τ’ άλλα που στη στεριά επιμένουν,
Μοσχομυριστός ο Κάμπος του ταξίδι στο λιμάνι κάνουν τα λουλούδια του,


Δίνω δικαίωμα στη σκέψη μου να περπατά μες τα σοκάκια του,
Σαν ροδοπέταλα τα πλακόστρωτα που ντύνουν το κορμί του,
Στην μοίρα τη θαλασσινή που αρμάτωσε τους πόθους μου,


Σ’ όσα πελάγη έφτασα το ίδιο έψαξα μα δεν το βρήκα,
Ο νους μου πυρετός δακρύζει σ’ όλους τους μικρούς του κόλπους,
Σαν του φυγά τη σκιά το τριγυρίζω τα βράδια τα μοναχικά,


Ταχεία θυμίζει η καρδιά μου που χτυπά μόλις το αντικρίσω,
Όσα ψάχνω κι όσα χάνω τα βρίσκω πάνω σ’ αυτή τη γη,
Κρατώ για σάρπα μου τον ήλιο από τη Δύση και τη φυγή μου στην Ανατολή.


©Kalliopi Tsouchlis



Στιγμές αλήθειας


Μα για όσο υπάρχω θα μιλώ μέσα από τα χαρτιά μου,
Κόπος πόνος και χαρά θ’ αγκαλιάζουν όλες μου τις νύχτες,
Εκεί και μόνο τότε ανέχομαι να ξεδιπλώσω την ψυχή μου,


Απέφυγε τις ερωτήσεις δεν βρήκα ποτέ τις απαντήσεις,
Στους γρίφους που λύνεις ασταμάτητα κάπου εκεί μέσα, ζω,
Άλλοτε καλά κρυμμένη πίσω απ’ το μελάνι άλλοτε πάλι, όχι,


Μάταια έψαχνα τρόπο να μιλήσω πνιγόταν η φωνή μου, στην ψυχή,
Στα γραμμένα μόνο υποκλίνομαι κι εξομολογούμαι κάθε νύχτα,
Άτονη και άφωνη η λευκή σελίδα ίσως γι’ αυτό, την εμπιστεύομαι,


Ανίκανη να κρίνει άτολμη να κατακρίνει της ζωής μου τα σκαλιά,
Αυτή μονάχα ένιωσε τα καυτά μου δάκρυα κάθε που ομολόγησα,
Έγδυνε πάντα τη σιωπή μου μέσα από τις ψυχρές γραμμές της,


Ερωτεύτηκα τα μυστικά που κράτησε στης μοναξιάς τη δίνη,
Της χάρισα το δικαίωμα να χαστουκίσει το περίπλοκο μυαλό μου,
Δεν προδίδει δεν ματώνει δεν σκοτώνει τον ανέγγιχτο μου πόθο,


Κατευνάζει κάθε λογής θυμό κοπάζει του άδικου τη μάταιη οργή,
Σ’ εκείνες τις όμορφες στιγμές λυγίζει η πένα κι απαγκιάζει το κορμί,
Το βέβαιο της μυστικής εμπιστοσύνης είναι που  μαρτυρεί το άλλοθι.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Κατενώπιον


Δεν υπάρχει Εφιάλτης πια, μ’ ακούς; Σου μιλάω, άκουσε με… Δεν υφίσταται καν σαν παρουσία, δεν έχει φωνή, δεν έχει χέρια να σ’ αγγίξει… Είναι ανίκανος, στέκει απλά και σε κοιτάζει, ανήμπορος να σου κάνει κακό… Γι’ αυτό προτίμησε, να παίξει ύπουλα, με τους ιστούς, του νου σου…

Μην του επιτρέψεις να βουρκώνει άλλο, της καρδιάς τα πέταλα… Είναι δικό σου το λουλούδι, που ανθίζει εντός σου… Κι αν ακόμα δακρύσει, να φροντίσεις να δακρύζει τη χαρά και την απέραντη αγάπη… Φόβος μετά πόνου, δεν έχει θέση, σ’ εκείνη την ψυχή…

Σκοτώνει ο τρόμος, μ’ ακούς; Μην με κοιτάς, σκούπισε τα δάκρυα, άνοιξε την πόρτα και βγες έξω… Κοίταξε τον ουρανό, χαμογέλα και κάνε ένα βήμα, στη λεωφόρο… Μην διστάζεις, τα φανάρια απόψε, είναι πράσινα, σηματοδοτούν το μέλλον και την ταφή εκείνης, της χρόνιας ουλής…

Μονάχα τούτο θα σου πω, κάθε πόρτα που κλείνει, είναι υπέρβαρη, από δάκρυα ποτάμια… Εκείνοι οι τοίχοι, οι κάτασπροι και παγωμένοι, που πάσχουν από υγρασία, τα βράδια του χειμώνα, υποφέρουν… Δεν είν’ υγρασία, εκείνες οι σταγόνες, παρά το γοερό κλάμα, των μυστικών που κρύβουν μέσα τους…

Κάσα παλιάς πόρτας θυμίζει κι η ζωή σου, κουρασμένη από τους καιρούς, καταραμένη από την αισχρότητα... Ανήθικοι ερασιτέχνες συναισθημάτων, εισέβαλαν στη σκέπη σου… Λήστεψαν την πνοή κι εν τέλει, εξόντωσαν και το ψυχρό κουφάρι…

Πάψε να κρύβεσαι, στην κλειδαρότρυπα… Είναι ανέφικτο, αυτό που προσπαθείς να κάνεις… Δεν χωράνε τόσα, εκεί μέσα… Μην προσπαθείς, είναι μάταιος κόπος… Δώρισε στις μέρες χρώμα, δώσε και τις πνοές σου… Έχεις τόσα αποθέματα, ψάξε…

Άφησες ένα χαμόγελο, στο παρακαταθηκών συμβόλαιο, πίκρας κι ευτέλειας… Κάτι το οποίο, δεν υπέγραψες μήτε και θεώρησες… Άδραξε το χρόνο, άλλαξε και της ζωής σου την πορεία…

Να θυμάσαι…

Ο ουρανός, χρήζει ανάγκης αστεριών, φρόντισε να λάμπεις…


©Kalliopi Tsouchlis

 

Της νηνεμίας η ώρα


Στην άμμο ξαπλωμένοι θαυμάζαμε τον ουρανό και στέλναμε ευχές,
Σαν το Σέλας φώτιζαν τα μάτια κι έλαμπαν οι ψυχές μας,
Αναρωτιόμασταν κι ελπίζαμε στη χάρη της παράτολμης ζωής μας,


Καλμαρισμένη η θάλασσα μας κρυφοκοίταζε καθώς χαμογελούσε,
Έδινε πνοή στων κυμάτων τον αφρό κλείνοντας όλες τις πληγές,
Να μη φοβάσαι αποκρινόσουν την ώρα που μ’ αγκάλιαζες,


Τα μαγικά σου λόγια σαν πλήκτρα γαλήνευαν τις σκέψεις μου,
Αγάπη δίκοπη ξεχείλιζε στο δάκρυ κι ο νους ταξίδευε στο χάδι,  
Στρίμωχνα το φόβο πίσω από τη νύχτα κι άκουγα τους παλμούς,


Το θάρρος του έρωτα σου έδιωχνε το δόλιο φόβο μακριά,
Σου ψιθύριζα πως τα όνειρα γεννιούνται την αυγή,
Την ώρα που κοιμάται η πόλη κι νύχτα ξεγυμνώνεται.


©Kalliopi Tsouchlis



Αυταπάτες


Όνειρα δραπέτες και μια αλήθεια σαν παραίσθηση,
Σκέψεις αραδιασμένες στο χαρτί με τη γόμα αντίκρυ,
Τόσα λάθη αναπάντητα τόσα πάθη ανεξήγητα,


Απορίες κι εκδοχές παλεύουν να λύσουν γρίφους,
Ρίσκο δίχως ανταπόκριση σ’ ένα δρόμο αδειανό,
Ερινύες  βασανίζουν το μυαλό και τα γιατί πληθαίνουν,


Φωτοβολίδα η αλλαγή ράγισε τα κομμάτια,
Λόγια ειπωμένα στο χρώμα της σιωπής,
Τραγική εξέλιξη η φωτιά που καίει και θερίζει,


Ραγισμένες καρδιές στης λέξης την υπόσταση,
Μάτια γεμάτα πόνο λαμποκοπούν μέσα από δάκρυα,
Σκληρός ο απολογισμός κι ένα αντίο στα χείλη κρέμεται.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Εν όλω


Νομίζεις πως πονάει η μοναξιά σου; Ρώτησε τη νύχτα, εκείνη μονάχα ξέρει και κρύβει καλά, τις απαντήσεις… Εκείνη γνωρίζει, γιατί είναι παρούσα, από τη δύση μέχρι την ανατολή, που σκεπάζεται ο εφιάλτης, με το φως του ήλιου και το μπαλωμένο, της ψυχής σακάκι…

Ένα σακάκι ταλαιπωρημένο και άγρια βασανισμένο… Μια φόδρα ραμμένη, από ατσάλινα καρφιά, που βιάζουν επανειλημμένα, το βρεγμένο δέρμα… Αίμα στάζει και ιδρώτας καρφωμένος, σ’ ένα ύφασμα κακής κοπής… Εκεί μέσα, κρύβονται και θάβονται αποβραδίς, τα αν, τα γιατί κι εκείνο το σκουριασμένο άδικο…

Μια ζωή καθηλωμένη, στη διάβρωση και στον ανέγγιχτο ευτελισμό, του μέλλοντος… Όνειρα χαμένα, πίσω από την κουρτίνα… Ψυχρές γωνίες μες το σπίτι, θυμίζουν κλουβιά, με φρικτά θηρία… Αναρωτιέσαι απόψε και κάθε απόψε, ανύπαρκτες οι απαντήσεις, σε ρητορικές ερωτήσεις…

Η σκέψη πονάει, εκείνος ο ανελέητος πονοκέφαλος, που χτυπάει τόσο βάναυσα το κεφάλι, πάνω στο υγρό μάρμαρο… Ένα πάτωμα, που θυμίζει τραγελαφική τραγωδία… Κάπου εκεί μέσα, σ’ εκείνο το βούρκο, χάνονται τα λόγια…

Εξαφανίζεται το νόημα, σαν τη στάχτη, που τη σηκώνει ο άνεμος, ψηλά… Εξαφανίζονται και οι ζωές μαζί της… Περνούν τα χρόνια, σαν επικυρωμένα εισιτήρια, στο σταθμό του τρένου… Αμέτρητες στιγμές, που αναπόφευκτα, φτάνουν στον τερματικό σταθμό…

Τίποτα δε γυρίζει πίσω και τίποτα, δεν μας ανήκει… Πέρασαν, έφυγαν και δεν ξαναγυρίζουν πια… Αρρώστια θυμίζει, η ιδέα και μόνο… Κι όμως, είναι σκληρή η πραγματικότητα, για βελούδινα κορμάκια, που στέκονται σε πόδια ξύλινα…

Θέλει τόλμη η συνέχεια και δυστυχώς, δεν ακολουθούν όλοι… Το παιχνίδι τούτο, απαιτεί λίγους παίκτες και κατά βάση, τους καλύτερους… Τα μικρόβια, οφείλουν να λαβώνονται, εν τη γενέσει… Ίσως τότε, να αποβληθεί και η δυσοσμία, των λεπτών… Ίσως καθαρίσει η ψυχή και γαληνέψει ο νους…Ίσως τότε, πάψω να φοβάμαι…

Φυλάξου, από τις σφαίρες που καρφώθηκαν, στα χείλη μου…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αρνησιά


Δεν γεννήθηκε κανένας στα οικτρά σκοτάδια,
Θύμα στης ζωής το πέρασμα κατάντησε,
Θύτες εκείνοι που έσκαψαν το δρόμο του,


Υπαίτιοι οι δημιουργοί που μάτωσαν τα νιάτα του,
Ανεύθυνοι οι πολλοί που τον γαλούχησαν,
Λάβωσαν το σθένος του μαζί και την καρδιά του,


Δίχως να θέλει, σύρθηκε στου πόνου τα σοκάκια,
Έγραψαν το μέλλον του με στοιχειωμένο αίμα,
Μαύρισαν τα σπλάχνα του δίχως να τον ρωτήσουν,


Όρνια ανίκανα αγάπη να χαρίσουν χαμόγελο να λάβουν,
Αποκαμωμένοι πορεύθηκαν σε υπονόμους,  λασπωμένους,
Οδύρονται μοιρολογούν τη μοίρα την κακούργα,


Αρνούνται την ελπίδα μισούν το χάδι της αγκάλης,
Θάβονται σ’ εκείνο που τους δίδαξαν μια νύχτα με φεγγάρι,
Της ματαιότητας το τίποτα στ' όριο του γκρεμού,


Σκυφτός και σκυθρωπός ο γέρος πια τον θάνατο του αναμένει, 
Στο δέρμα του μια πινελιά ο πόνος στα μάτια του η πίκρα,
Μέχρι να βγει η ψυχή το σώμα να κρυφτεί κάτω απ’ το βρεγμένο χώμα.


©Kalliopi Tsouchlis



Της αγάπης πρόσω


Να φύγουμε για τη ζωή που αφήσαμε στου χρόνου την κλωστή,
Σιχάθηκα του κόσμου τα σωστά εκείνα που ράγισαν τον κόσμο,
Αγάπησα τα λάθη της καρδιάς μου με το μυαλό κατάχαμα,


Δυο μάτια παρωπίδες η θλιβερή τους ζήση με ματωμένο παρελθόν,
Μα την πορεία μου τολμάω να χαράξω για εκεί που αγαπώ,
Με την ψυχή στα σύννεφα και το κορμί στα πέρατα,


Να γράψω το παραμύθι μας με τ' ουρανού την τέμπερα,
Να ντύσω τα τραγούδια μας με στίχους το φιλί σου,
Στο βαλς της ευτυχίας να παίξουν τα όνειρα μας.


©Kalliopi Tsouchlis



Ανήθικη πληγή


Η φωνή μου, θάφτηκε στο διχασμένο σου κορμί,
Έμεινε μόνο η σιωπή να κοιτάζει το διψασμένο χώμα,
Μέσα βαθιά στη γη έθαψες τ’ απομεινάρια της ζωής,


Στάθηκες και τόλμησες κατάματα να μ’ αντικρίσεις,
Άναυδη γύρισα την πλάτη στο παγωμένο βλέμμα σου,
Χάθηκαν τα λόγια μου πνίγηκαν στο χάος του κενού σου,


Το φρικτό σου τίποτα θεοποιήθηκε στο βάθος της ψυχής μου,
Κράτησα την ευθύνη μου μα έχασα τη μυστική μου τόλμη,
Λύγισα και σύρθηκα στο λασπωμένο αίμα που έσταζε ενοχές,


Οι νύχτες που ξημέρωναν σκέπαζαν το ματωμένο στάχυ,
Αγάπη που κατάντησε μια κούφια κτηνωδία με ειρωνεία, τραγική,
Κι ο χωρισμός ήρθε και σφράγισε τ’ όνειρο το ανύπαρκτο.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ματωμένη λήθη


Ξέρεις,  καμιά φορά,  εκείνο που ματώνει την πληγή, είναι το οξύ της σιωπής… Κι αν δεν έχεις τίποτα να πεις κι αν δεν τολμάς, το χρόνο να γυρίσεις, τουλάχιστον, κοίταξε κατάματα την αξιοπρέπεια και κάπου εκεί μέσα, στη βουή του σκότους, ίσως λάβεις και τις απαντήσεις…

Δικαίωμα στον πόνο έχουμε όλοι, δικαίωμα στο ανήθικο ψέμα, δεν έχει κανένας… Το ψέμα, είν’ εκείνο που στοιχειώνει τις ψυχές και τις ζωές… Η αλήθεια είναι σκληρή, δεν παύει όμως, να υφίσταται… Καμιά φορά, είναι προτιμότερη, όσο κι αν ματώνει…

Κάποια στιγμή, το τραύμα θα επουλωθεί, ο χρόνος θα κυλήσει και η άμμος στην κλεψύδρα, θα έχει ήδη σηματοδοτήσει, τη νέα και δύσκολη αρχή… Αλλιώς , θα σιγολιώνει σαν κερί και το αίμα, θα ποτίζεται στο δέρμα, σαν το πικρό φαρμάκι του φιδιού…

Δεν θέλω να θρηνώ το άδικο, θέλω να ζήσω στην αλήθεια κι όταν φύγω, να είμαι λουσμένη, με το φως το παραδείσου… Δεν επέλεξα το παρελθόν, μα μ’ ακολούθησε και τώρα, στο παρόν μου… Θέλησα όμως, το μέλλον μου να ζωγραφίσω, με χρώματα του δειλινού…

Ν’ αστράψει της όψης μου, η ίριδα και στην αποκαθήλωση του ψεύδους, τα χέρια μου ψηλά, να υψώσω και να φωνάξω πως, περπάτησα στο ίχνος των δακρύων, μα τώρα πια κατάλαβα, πως η λέξη Ζωή, αποτελείται από τρία γράμματα… Τόσο  μικρή σαν λέξη, τόσο μικρή και η διάρκεια της… 

Γι’ αυτό λοιπόν, θα ζήσω…

Να προσέχεις τις σιωπές σου…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Θαλασσωμένα όνειρα


Μεθυσμένες πολιτείες κι οι πορείες μας χαμένες,
Τράβηξα για το Βορρά και διάλεξες το Νότο,
Στάθηκες ακίνητος, να με κοιτάς, την ώρα που χωρίζαμε,


Πάψε να φοβάσαι πια κι ακολούθησε με σου αποκρίθηκα,
Μάταια τα λόγια μου λύγισαν οι κόποι στον τρόμο σου μπροστά,
Τα μάτια μου μιλούσαν τα δάκρυ μου ξεχείλιζε απ’ της καρδιάς τα βάθη,


Στ’ αμπάρι που με έκλεισες πνίγηκε η ανάσα μου,
Θεούς και δαίμονες ικέτευσα όρθιος να σταθείς και να φωνάξεις γύρνα,
Σπάραξαν τα σπλάχνα μου σαν έπηξε το αίμα,


Ο καταπέλτης σφράγιζε κι η ματωμένη μου ψυχή συνέχισε ν' αργοσβήνει,
Γονάτισα στη λαμαρίνα χτυπώντας το κεφάλι στο μπουλμέ,
Κι εσύ, μονολογούσες με χέρια ιδρωμένα σαν έθαψες τα χρόνια μας στο βούρκο.


©Kalliopi Tsouchlis



Γαλάζια μοίρα μου


Μπουρίνι κι έρωτα μου στην ξενιτιά με τράβηξες μια νύχτα του Απρίλη,
Με φόρεμα λευκό στα γαλανά σου τα νερά φουρτούνα δε λογάριασα,
Το λάγνο βλέμμα σου το γόητρο καθήλωσε στις όχθες των ματιών μου,


Ένας έρωτας αλλοτινός ο ήχος της πνοής σου στο χρώμα των κυμάτων,
Στο ξακουστό σου θαύμα πούλησα την άδοξη στεριά, την ώρα που σαλπάραμε,
Παράφορο παιχνίδι του νου μου ο χαμός απ’ το δικό σου άγγιγμα,


Στα πέλαγα σου σαν κοιμήθηκα τα νιάτα μου χάιδεψα, μέσα στην αγκαλιά σου,
Στη Δύση με ταξίδεψες απ’ τα δεκαοχτώ κοντά σου, μικρό πρωτόμπαρκο παιδί,
Μια νύχτα στον Ατλαντικό κατάματα σε κοίταξα κι έγινα του άνεμου μια σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis



Ενταύθα


Λόγια συμβόλαια σαν θεοποιημένες διαθήκες,
Όρκοι θαμμένοι σε ματωμένα δήθεν και άτολμες ελπίδες,
Ζωή κρυμμένη κι αποκαμωμένη στο κλεμμένο μέλλον,


Δυσβάσταχτο το αύριο που έρχεται να ξημερώσει,
Καρδιές σακατεμένες στο λάθος της στιγμής,
Το πάθος το αέρινο έγινε αερικό κι αλάργεψε,


Μάτωσε και χάθηκε το όνειρο στο ρεύμα της θαλάσσης,
Πνιγμένα συναισθήματα που στην ακτή ξεβράστηκαν,
Κι η νύχτα δικαστής ήρθε να φυγαδεύσει απόψε το μαντάτο.



©Kalliopi Tsouchlis



Εαρινό ίχνος


Απόθεμα της μέρας μου εκείνη η λαμπερή στιγμή της νύχτας,
Σιωπή και βλέμμα άγγιξαν την ποθητή σου τρυφερότητα,
Η ανάσα καθηλωμένη στο φιλί και το φυλλοκάρδι, τολμάει να ξεμυτίσει,


Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ το κρυφό σοκάκι της ψυχής σου,
Κλείδωσα στο συρτάρι του άλλοθι όλες τις ερωτήσεις,
Κράτησα τις απαντήσεις που μου χάρισαν τα μάτια σου,


Ένα ταξίδι βροχερό μ’ έναν έρωτα ολίσθηση στο διψασμένο χώμα,
Αρκεί να μου χαμογελάς και να κρεμώ στο παρελθόν την αμαρτία,
Να γίνει άνοιξη ο χειμώνας μου από το χρώμα της αγάπης σου.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ξαθέρι των Αγγέλων


Το ωραιότερο  ταξίδι τους, έμελλε να ξεκινήσει, εκείνο το Φεβρουάριο…Δυο άνθρωποι πολυταξιδεμένοι, ποτισμένοι, από την αλμύρα της θάλασσας, μα και γεμάτοι από την ευλογία της, τη λάμψη και την ομορφιά της... 

Δυο ψυχές, γεμάτες από αγάπη και πάθος για τη ζωή και παράλληλα δυο ματωμένες καρδιές ,από πληγές, που άφησαν οι μαχαιριές, στο πέρασμα του χρόνου...

Γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν, δίχως τα πρέπει και τα μη, όλα τα ''αν'', έγιναν ''θέλω''… 

Κι εκείνη  η λέξη της μαγείας, κατάφερε να λύσει, τις αλυσίδες, που τους είχαν κυκλώσει, δίχως να το θέλουν, αλλά επειδή αναγκάστηκαν. Έχτισαν γύρω τους πύρινα τείχη, για να προφυλάξουν, ότι είχε απομείνει και να μην μπορέσει ποτέ, ξανά κανείς, να τους πληγώσει...

Όμως, όλα έγιναν παρελθόν και σαν χάρτινος πύργος, γκρεμίστηκαν μπροστά τους, τη στιγμή που αφουγκράστηκε, ο ένας  τον άλλον. Τα κορμιά τους, αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να ενώνουν, όλα εκείνα που τους χώριζαν… Η απόσταση, έγινε ενότητα…

Τόλμησαν να κολυμπήσουν, μαζί στον ωκεανό τους, αγκαλιασμένοι, τίποτα δεν τους χώριζε... Ήταν τόσο αγαπημένοι, από τη μέρα που γνωρίστηκαν, ένας έρωτας θύελλα, με την πρώτη ματιά …

Εκείνη, ατίθαση, σίφουνας στο πέρασμα της, αυτός, τόσο όμορφος και δυνατός , κατάφερε, με δυο του λόγια μόνο, ν’ αγγίξει το φυλλοκάρδι της… Έδωσε χρώμα και πνοή, στη ματαιότητα του κόσμου...

Κάπως έτσι λοιπόν, ο Αφέντης της Μοίρας  και Καπετάνιος της Ψυχής της, άγγιξε το χέρι της και την τράβηξε κοντά του, σε μέρη αλαργινά… Μια ρότα, ανύπαρκτη στο χάρτη, με πορεία σταθερή και με μοναδική πυξίδα, το θάρρος των ματιών της...

Το κορίτσι λοιπόν τόλμησε, αφού ένιωσε, πως βρήκε ότι λαχταρούσε… Το αναπάντεχο, έγινε πραγματικότητα και τ’ όνειρο, στιγμή… Κι αν τύχει, η φωτιά τους, να τους κάψει, οι στάχτες θα σκορπιστούν, στη θάλασσα που τόλμησαν και γεύτηκαν μαζί …

Και κάπου στα μισά, πριν δοθεί ο επίλογος τους, εκείνη θα του αποκριθεί, κοιτώντας τον, με θαυμασμό,

''Για όσο αναπνέω θα σ' αγαπάω, μα κι αν πάψω να υπάρχω, η ψυχή μου θα σ’ ακολουθεί, αφού θα ζει, για πάντα…''


©Kalliopi Tsouchlis


 

Του Ναυτικού η Μοίρα


Μεσάνυχτα η ώρα τέσσερις σε λίγο ξημερώνει,
Μια εκθαμβωτική πανσέληνος λούζει την κουβέρτα,
Κοιτάζω το ραντάρ κι ο νους αναρωτιέται που ταξιδεύει η ψυχή μου,


Το ρεύμα δευτερόπρυμα κι η προπέλα σαν ξίφος χαράζει τα νερά,
Δακρύζουν τα μάτια ξαφνικά υποκλινόμενα στη φύση,
Λάμπει τόσο το φεγγάρι καθώς χαρίζει σάρκα και οστά, στην ψυχρή λαμαρίνα,


Είναι εκείνος ο μοσχομυριστός αέρας της Μεσογείου, που τα σπλάχνα γαληνεύει,
Απαγκιάζουν οι παλμοί μου βλέποντας τη Μάλτα απ' τα αριστερά,
Άρχισαν ν' ακούγονται ξαφνικά γνώριμες φωνές κι ο ασύρματος λυγίζει,


Είναι η Ελλάδα μου που αγκαλιάζει το σκαρί με τη γαλανόλευκη περήφανη κι ατίθαση,
Ίσως είναι και η Μάνα μου που νιώθω πως πηγαίνω όλο και πιο κοντά της,
Εκείνο το αίμα που βράζει καθώς κυλάει μέσα του της θάλασσας η αλμύρα,


Σε λίγο θ' αρχίσει να χαράζει προσμένω να γευτώ το χρώμα της Ανατολής,
Λαχταρώ ν' ακούσω τη μιλιά εκείνων που δεν έχω,
Στην πρύμνη θα 'μαι τ' απόνερα να με τυλίγουν στον ήχο των κυμάτων.


©Kalliopi Tsouchlis



Ραγισμένοι κόσμοι


Τα μάτια ερμητικά κλειστά κι ο πυκνός καπνός τυλίγει τα κορμιά,
Μόνο δυο καρδιές ακούγονται και σκίζουν τη νύχτα σε κομμάτια,
Σαν το βιολί κρατώ τα δάχτυλα σου κι αφήνω την ανάσα μου, να νιώσει τον παλμό,


Μια ανεξήγητη οργή αιωρείται στο σκοτεινό δωμάτιο με το φιλί κυκλώνεται,
Στα δάκρυα μου περνάει η παρουσία σου και σαν το κρύσταλλο με σπάει, 
Χάνομαι στη βουρκωμένη αγκαλιά σου λυγίζω και διώχνω το θυμό μου,


Ενώνω τις σιωπές μου αφήνοντας των ρολογιών τους δείκτες να με κοιτάζουν,
Ξεκίνα πάλι για να βρεις την άκρη της κλωστής στ’ όνομα του κάτω κόσμου,
Επτασφράγιστο κιτάπι ο έρωτας που χάθηκα μαζί σου,


Αρνούμαι να δω τον ήλιο να σπάσει τη σιγή του άλλοθι,
Σκάρτα λόγια κι απώλειες μάταια περπάτησαν στο δρόμο μας,
Κι εσύ περαστικός κι αμείλικτος έγινες γνώμονας μου τα βράδια με βροχή.


©Kalliopi Tsouchlis



Ψυχής φυλαχτάρι


Να 'ρθεις να λύσεις τη σιωπή μου για ένα βράδυ μόνο,
Μια αισθησιακή στιγμή στο γόητρο των αστεριών,
Το απαγορευμένο φυλαχτό μου να γίνει μια υπόνοια,


Το χειροφίλημα στα παγωμένα δάχτυλα ακόμα το θυμάμαι,
Κάπως έτσι ζεσταίνω τα κρυστάλλινα ξενύχτια μου,
Μια θύμηση αξέχαστη το θαύμα της αφής σου,


Το χάδι στο φιλί έρχεται και χαρίζει στα μάτια μου στολίδια,
Η λυγερή σκιά σου χορεύει με τα ρομαντικά σκοτάδια μου,
Είσαι η φωνή που έκανα τραγούδι με στίχους από έρωτα,


Ένα κορμί φλεγόμενο σαν το κερί που σιγολιώνει,
Παράτολμη και άστατη η αύρα των χειλιών σου,
Μα εγώ με το μολύβι μου θα γράψω στη σελίδα μας.


©Kalliopi Tsouchlis



Άτολμη αλήθεια


Φοβάμαι τόσο μήπως κάποια στιγμή γίνει το χάδι μου λεπίδι,
Αρνήθηκα το λευκό μου για ένα μαύρο μοχθηρό που σε τυλίγει,
Ένα ξημέρωμα η ματωμένη σου στιγμή στο ξίφος της ζωής,


Μια υποσχόμενη βραδιά η σονάτα η δική μου,
Ανάλαφρη η σκέψη μου χορεύει με τη θάλασσα,
Όνειρα κι αστροπελέκια χάραξαν το δρόμο μου,


Σου έδειχνα τον σπινθηρίζον φάρο κι ούτε που χαμογέλασες,
Μάταια τόλμησα ν' αγγίξω το σάπιο σου κουφάρι,
Αβάσταχτος ο πόνος της μισητής σου ύπαρξης,


Σαν τη ρουλέτα γύριζες κάνοντας στάχτη το συναίσθημα,
Ένα ατυχές ποντάρισμα στο διάβα της ζωής μου, στάθηκες,
Μα μόνο να θυμάσαι το ψέμα του αξιοθρήνητου εαυτού σου.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Μνημόνευση παθών


Πάντοτε θα με πνίγει εκείνο που δεν πρόλαβα να πω,
Στην κόλαση που για μένα έπλασες θα ζεις και θα ουρλιάζεις,
Φρικτά θα κλαις και θα ματώνεις για εκείνα που αρνήθηκες,


Εγώ πονάω και θρηνώ το συναίσθημα απόψε,
Θα 'ρθει κι η σειρά σου μια νύχτα στο μουράγιο,
Η θύμηση σου θα  θαλασσοπνίγεται στης κτηνωδίας το λυγμό,


Είναι η τιμωρία που σου μέλλει για το βωμό που έστησες,
Ξέχασες πως ο δυνατός όρθιος θα σταθεί για όσο κι αν συρθεί,
Τη μοίρα θα κοιτάξει και μακριά σου θα πετάξει,


Η θλίψη, η δική σου θα μαζέψει τα κομμάτια του χαμένου,
Θρύψαλα και στάχτη η ζωή που διάλυσες μπροστά μας,
Μα όσο κι αν παλέψεις ποτέ ξανά δεν θα δεθεί όπως και η ψυχή σου,


Μια μισητή αρρυθμία όλη σου η ζήση μα τώρα αργοσβήνεις,
Απέναντι σου στέκω και γελώ καθώς τον ήλιο μου, θαυμάζω,
Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει πίσω στο θάρρος μου με πάει.


©Kalliopi Tsouchlis



Ψίθυροι ευχών


Με χρώματα του δειλινού έντυνες πάντα τη φωνή μου,
Χάριζες στην όψη γοητεία με μια κρούση παρουσίας,
Τράβηξες ολόκληρη ψυχή απ' το βούρκο του ολέθρου,


Πως ν’ αντέξει μια καρδιά τέτοιον έρωτα σκιά,
Αναρωτιόμουν την ώρα που χανόμουν στη μορφή σου,
Σαν ηλιογέννητος αιθέρας μεθούσες του νου μου τη γαλήνη,


Το βουρκωμένο βλέμμα σου στοίχειωνε την πλάνη μου,
Χαρακωμένη φλέβα σε οξύ τα ματωμένα λόγια,
Στα μάτια θαύμαζαν Αρχάγγελοι κοιτώντας τις πληγές μας,


Μου δίδαξες να περιμένω να ζητώ κι όσο ζω να το τολμώ,
Εσύ σαν ακροβάτης πάντα έκανες το φόβο μου τραγούδι,
Κι η μελοποίηση γινόταν στης νύχτας την αγκάλη, αντάμα στο φεγγάρι.


©Kalliopi Tsouchlis



Διαττόντων θύελλα


Μου μιλάς αγγίζοντας με κι η βουή της νύχτας οργιάζει,
Το χάδι της φωνής σου δεν ζητάει ανταλλάγματα,
Αφήνομαι στο ίχνος σου δίχως να ξεστομίζω τ' οτιδήποτε,


Περιττές οι συστάσεις κάτω από τ' ουρανού το στέγαστρο,
Το φόντο του θαλασσινού εργόχειρου πνίγει τα τόσα, λόγια,
Μια εκκρεμότητα υποκλινόμενη στο μεγαλείο της εγγύτητας,


Περσείδες εισβάλλουν άξαφνα στη μυστική ατμόσφαιρα ,
Εύθρυπτη η στιγμή στη γοητεία του προσώπου σου,
Με το ξενύχτι της αγρύπνιας μου στα γλυκοφιλήματα σου.


©Kalliopi Tsouchlis



Απαντοχής έργο


Ύψωσε την τύχη σου πέρα να φύγει για τ’ ανέμελο ,
Πάρε σπαθί σου το κορμί και την καρδιά ασπίδα,
Στιχάκια είμαστε γονατιστά στη δύναμη της θέλησης,


Ώρα καλή και πέταξε το μαύρο πέπλο του θυμού,
Λύγισε  τα σίδερα και κέντησε χρυσάνθεμα,
Αγκάλιασε τη νιότη σου και κτίσε το παλάτι σου,


Φόρεσε λευκό μανδύα σε τούτο το ταγκό,
Μπούσουλας το χαμόγελο ν’ αναρωτιέται η πλάση,
Γδύσε το μυστήριο τώρα που ντύνεις το φως με υποκείμενο,


Κάνε τη μέρα έλκηθρο στης νύχτας τη σαγήνη,
Αλαλιασμένος θα τολμάς όσο θα προχωράς,
Να γίνει το τέλμα αφετηρία στο νήμα της ζωής,


Χάραξε λευκογραμμή και άπλωσε σμαράγδια,
Ακαριαία άλλαξε τον οιωνό σ’ απόδειξη,
Κι άσε την ειμαρμένη το μέλλον σου ν’ αφηγηθεί.  


©Kalliopi Tsouchlis



Αλτερνατίβα


Χορεύοντας ένα χασάπικο, η ψυχή της πηγαίνει πάσο, στην απουσία του… Δεν επέλεξε να τον γνωρίσει, μα θέλησε, να τον αγαπήσει…Είχε την ανάγκη, ν’ ακούσει πάλι, την καρδιά της να χτυπάει…

Η ατίθαση αύρα της και το περήφανο σκαρί της, δεν της επέτρεψαν, ποτέ να γονατίσει, ούτε να συνθλιφτεί…Αγκάλιαζε πάντα τον πόνο, με θέα το λιμάνι…Μιλούσε στη λαμαρίνα του παροπλισμένου κι έτσι, γαλήνευε τη θλίψη της…

Δεν της ταίριαξε ποτέ, ο διπλός χορός, εκείνη γεννήθηκε, για να πετάει και να χάνεται, σε μιας στιγμής απόφαση...Κι αυτό, την ακολουθούσε πάντα, ήταν η κατάρα του δικού της, πεπρωμένου…Πως να κρυφτεί, στην επιβολή του δήθεν…

Ήταν αδύνατον, ίσως και να έγραψε, η μοίρα την δόλια,  παράγραφο…Ότι κι αν συνέβη, στο καλούπι της ρουτίνας, δεν δέχτηκε να ζήσει…Απαρνήθηκε πολλά, ίσως να έδιωξε και την ευτυχία…

Όμως το αίμα που κυλούσε μέσα της, δεν της επέτρεψε ποτέ, να προσαρμοστεί, στο πρέπει της κατάστασης...Πάντα κατάφερνε να κάνει τον άνεμο, ένα κουβάρι, εκείνη, έδινε το πράσινο φως κι η ίδια, χάριζε, την κόκκινη κάρτα…

Πονούσε, έκλαιγε, αγρυπνούσε τη νιότη της…Μα κανείς δεν έπαιρνε, την ικανοποίηση του θεάματος αυτού…Η τραγωδία έπαιρνε θέση, στη δική της καταπακτή, όταν οι πόρτες, σφράγιζαν…

Συντροφιά, ένα παλιό καλό τραγούδι και το σκοτάδι, συνομιλητής…Ο καλύτερος συνδυασμός, στην πλήξη της σιωπής…Κι έτσι έμαθε, να δίνει απαντήσεις, στο όχι και στο μη…Πλήρωσε με τη ψυχή της,την άρνηση, στην δυστυχία του παρόντος…

Στον επίλογο της πορείας της, τα γράμματα, θα τα χαράξει μόνη, όσο κι αν πονέσουν,άλλοι…Είναι το τίμημα, που της ανήκει …Κι αν τύχει και σμίξουν πάλι, τα φεγγάρια, τα κυβεία θα τα κρατάει εκείνη…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Μύδρος


Ζαλίζομαι καθώς μου ψιθυρίζεις μέσα στο μεσονύχτι,
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα χάνουν τον έλεγχο τους,
Σαν τα σπλάχνα μου ν’ αγγίζεις τώρα που τραγουδώ,


Ίσως ακούγεται δραματικό μα δεν μπορεί να είναι,
Συμβαίνει κάθε ώρα στο χάδι των λεπτών,
Κι εκείνη η όψη σου μεθάει τη στιγμή μου,


Κοιτάζω το ποτήρι μα το κρασί δε γεύομαι,
Σαν να χάνομαι ξανά στης ανασφάλειας το άκρο,
Σ’ αφήνω να με σαγηνέψεις καθώς σου δίνω χρόνο,


Είναι το μόνο που μπορώ πλάι μου να σε νιώσω,
Δε θέλω να χαθείς μήτε να προσπεράσεις,
Κοίταξε στον καθρέφτη τη φλόγα από το είδωλο,


Πρόσεχε μόνο, μην καείς από την τολμηρή ανάσα,
Κι όσο η σπίθα σου τινάζει στο εφικτό τ’ ανύπαρκτο,
Μη ρίχνεις άλλο οινόπνευμα στο τραύμα της σιωπής μου. 


©Kalliopi Tsouchlis



Άρια


Συναίσθημα ζητά ο άνθρωπος για να χαμογελάσει,
Εκείνο το αόρατο τ' άπιαστο που δεν κοστίζει δράμι,
Ν’ αλλάξει χρώμα ο ουρανός τη μέρα της λαμπρής,


Το χάδι να σφραγίσει την ώρα της ωδής,
Συνοδοιπόροι επτά νότες σε μια αύρα μελωδίας,
Δεξίμι είναι τ’ όνειρο κι ας το πουλάνε ακριβά,


Μέσα τους το φυλάνε εκείνοι οι αδικαίωτοι,
Σ’ εκείνους τράβα να το βρεις κι απλόχερα να στο χαρίσουν,
Για μια στιγμή ελεύθερος να νιώσεις τη μαγεία,


Άσε τα φυλλοκάρδια σου ν’ αφουγκραστούν της λύρας το δοξάρι,
Μην τα κρατάς βαλσαμωμένα στης νύχτας το επίπεδο,
Να λυτρωθείς να κλάψεις κι ας είναι να πεθάνεις.


©Kalliopi Tsouchlis



Ενύπνιο


Πέτα ψυχή μου ταξιδιάρα τον άνεμο να φτάσεις,
Να γονατίσει σαν σε δει στα όμορφα φτερά σου να χαθεί,
Δώσε το ρεύμα της καρδιάς την ιστορία γι' άλλοθι,


Κι αν είναι κωμωδία, στην κατακλείδα θα φανεί,
Τερμάτισε τα χειριστήρια λικνίσου στην ορμή της,
Κάνε τα πέλαγα δικά σου και το θεριό μαστίγωσε,


Στολίζει ο ήλιος τον καθρέφτη μοσχοβολά τ’ αγιάζι,
Περπάτα πάνω στην κουβέρτα λυμένο στερνοπούλι,
Εγκάρδια να της γελάς καθώς θα της μιλάς ,


Μα όσο καλπάζει η προπέλα με συνοδούς τα χνάρια,
Χρώματα σταλμένα απ' το βυθό τα ρέλια θ' αγκαλιάζουν,
Κι η γη μας θα κινείται μ' επίλογο το σεληνόφως.


©Kalliopi Tsouchlis



Όρτσα


Εμένα που με βλέπεις κύματα δε φοβάμαι,
Τη θάλασσα την αγαπώ στον κόρφο μου την έχω,
Στιγμή δεν καρδιοχτύπησα κι αυτό μου δίνει ρίγος,


Τον άνθρωπο λυπήθηκα εκείνο το δειλό,
Αυτός που κουρελιάστηκε στης μοναξιάς τη λύρα,
Δόλια μυαλά και κάστρα σε μιας στιγμής ασπίδα,


Δε μου ταίριαξε ποτέ ο κόσμος της τρομάρας,
Εγώ λατρεύω τα γλαρόνια που ανοίγονται παλικαρίσια,
Με τον Ατλαντικό μιλώ και σιγοτραγουδώ,


Ρώμη δεν έχεις να καπελώσεις τον αέρα,
Γιατί σαν έρθει και βροντήξει τον κυνισμό σου θα ξεφτίσει,
Άπραγος θα τρέμεις στο αν θα σε σαρώσει,


Αρπάζει η πλώρη την καρδιά και μακριά την πάει,
Το σώμα στο σκαρί και η ψυχή αλάργα,
Ελεύθερος στη γέννα του περήφανος στο τέλος.


©Kalliopi Tsouchlis


 

Ξημερώματα


Το τηλέφωνο χτυπάει και η ώρα, κοντεύει τρεις το πρωί, αναστατωμένη, άνοιξε τα μάτια της… Πετάχτηκε από τον καναπέ, σε δευτερόλεπτα, απάντησε και... ήταν εκείνος… Έρχομαι, της είπε, σταμάτησε η καρδιά της για μια στιγμή και ταυτόχρονα, έλαμψε ο κόσμος της…

Ένα πλατύ χαμόγελο, που θύμιζε, εκατοντάδες ροδοπέταλα, να την καλύπτουν… Πως είμαι έτσι ,σκέφτηκε, σ’ αυτή την κατάσταση θα με δει; Ο χρόνος κυλούσε απελπιστικά, γρήγορα και το χτυποκάρδι, έφτανε στο ζενίθ…

Ξαφνικά, ηρέμησε, ήπιε λίγο νερό κι επέστρεψε στο καταφύγιο του νου της, ξανά… Το υπνοδωμάτιο, την έδιωχνε για μέρες… Δεν άντεχε να κοιτάξει το αδειανό κρεβάτι, σάστιζε...Έκλεινε την πόρτα και ανακουφιζόταν για λίγο, χωρίζοντας κατά κάποιο τρόπο, το σπίτι στα δυο…

Η μουσική έπαιζε χαμηλά, και το σκοτάδι, γέμιζε το χώρο… Το κουδούνι χτύπησε και η πόρτα, άνοιξε… Η μέρα και η νύχτα πλέον συναντήθηκαν, ξανά… αλλά, χαράματα… Δεν μίλησε κανείς, δεν χωρούσαν λόγια…

Έφτανε η αγκαλιά που της έκανε μόλις την είδε κατάματα, τράβηξε το κεφάλι της, απαλά στον ώμο του και την έσφιξε τόσο δυνατά, λες και φοβόταν, μήπως τη χάσει πάλι…

Κοιταζόντουσαν για ώρα και οι μόνες, που είχαν το λόγο πλέον, ήταν οι καρδιές τους…Άλλωστε, μόνο αυτές ακουγόντουσαν…Ο χρόνος είχε σταματήσει , τα δάχτυλα περπατούσαν πάνω στο κορμί του καθενός και ήταν αρκετό, για να κλείσουν τα μάτια και να αισθανθούν, εκείνη τη μικρή στιγμή ευτυχίας…

Σε μια στιγμή και δίχως να αναλογιστούν, γιατί και πως, βρέθηκαν σαν ένα κουβάρι, στο κρεβάτι…Την είχε κρύψει στα χέρια του μέσα, σαν να ήταν, μικρό παιδί…Χάιδευε τα μαλλιά της , τη στιγμή που της ψιθύριζε, πως είναι δική του…

Μιλούσε το συναίσθημα τόσο δυνατά, που η νύχτα, είχε γονατίσει στα πόδια τους μπροστά και τους θαύμαζε… Λες και το σκοτάδι, βρισκόταν σε πάλη με τον ήλιο, για να μην ξημέρωνε, ακόμα… 

Κοιμήσου, της είπε κι εγώ θα σε προσέχω… 

Κι όπως κούρνιασε κοντά του,το μυαλό της, άδειασε από κάθε τι θλιβερό, χαλάρωσε η σκέψη της και η ψυχή της παραδόθηκε, στα πλήκτρα των χειλιών του…

Η Ανατολή, τους βρήκε μαζί, σαν ένα σώμα… Ξύπνησε τόσο όμορφα δίπλα του, καθώς οι πρώτες ακτίνες, διαπέρασαν με τόση χάρη την κουρτίνα και έλαμψαν μέσα της… 

Και κάπως έτσι, φόρεσε το πιο γλυκό χαμόγελο της, τον κοίταξε, αγγίζοντας τον, στο πρόσωπο, μ’ ένα γλυκό φιλί και σιγοτραγουδώντας του αποκρίθηκε...

Καλημέρα, σ’ αγαπώ…


©Kalliopi Tsouchlis


 

Επείγουσα Δικαίωση


Πόλεμο θύμιζε ο βίος τους , σε όλο του, το πέρασμα… Ένας πάλευε για δυο κι άλλος χαροπάλευε στου Χάρου την αρένα… Στον πυθμένα του χαμού, καθόταν και αρνιόταν, να βγει στην επιφάνεια, να δει του φως του Ήλιου… Ξέχασε, πως τούτο το ουράνιο σώμα, ανατέλλει κάθε μέρα, για όλους…

Αδειανά μπουκάλια και αποτσίγαρα, ήταν όλος του, ο κόσμος… Ένα σώμα, περιφερόταν τριγύρω και μια ψυχή, στης αυτοκτονίας το νυστέρι… Έπαιζε στα ζάρια τα χρόνια του, μόνο που συνεχώς έχανε, εκείνο …τον μοναδικό άνθρωπο, που τον αγάπησε, για τη κακουχία της ψυχής του και το χαμό του ονείρου…

Τόσο βαθιά κρυμμένος στα πάθη και στα λάθη, ανίκανος να αντικρίσει τον πόνο που προκαλούσε, σ’ εκείνους που τον πίστεψαν… Σ’ αυτούς, που τον θεοποίησαν, ενώ δεν άξιζε, ούτε την απομυθοποίηση… Κεραυνός κι αλεξίσφαιρο, μια ολόκληρη ζωή…

Κάθε νέα μέρα, θύμιζε, κρυστάλλινο βάζο, στου γκρεμού το χείλος… Εκείνη, το είχε διαισθανθεί, ανήμπορη να το καταπολεμήσει, προσπάθησε, να κάνει σκέψεις θετικές… Μα πως να ηρεμήσει, το φυλλοκάρδι της ψυχής, όταν τριβολίζεται το μυαλό…

Το κοίταζε και σαν άγιο φυλαχτό, πάλευε να αποτρέψει, το χαμό του… Έσκιζαν τα σπλάχνα της, καθώς το έβλεπε να τρέμει… Ήξερε, πως θα γινόταν στάχτη και θρύμματα αν έπεφτε, δεν υπήρχε γυρισμός…

Τα βράδια πλέον δεν κοιμόταν, δίπλα του ξαπλωμένη, το άγχος του χτύπου της καρδιάς του, είχε γίνει, η εμμονή της… Νόμιζε πως αν κοιμηθεί, θα τον χάσει για πάντα, πως θα ταξιδέψει δίπλα της, δίχως να τη χαιρετήσει και πριν ακόμα προλάβει να θρηνήσει…

Το ένστικτο δεν θα την πρόδιδε, ούτε και τώρα… Και μισούσε τον εαυτό της τόσο πολύ, γι’ αυτό που άλλοι, αποκαλούσαν χάρισμα… Εκείνη, μαστίγωνε τα νιάτα της και τη βουβή σιωπή της… Τα βράδια της μοναχικά, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο , με μάτια ορθάνοιχτα και μια παγωνιά να την κατακλύζει, σαν ένα νεκρό σώμα…

Γέμισε αξημέρωτες νύχτες, η ζωή της και ξαγρύπνιες, επειδή τόλμησε, να αγαπήσει το ποτέ και το χωρίς… Αντιμέτωπη, με τόσους και τόσα, σταθερή στην απόφαση, που έμελλε να της καταστρέψει, κάθε αρτηρία και αίμα, να ξεπροβάλλει, από όπου έβρισκε διέξοδο…

Μέχρι που ξημέρωσε εκείνη, η φθονερή μέρα του χαμού… Στην καρδιά του καλοκαιριού, μόλις άρχισαν, να σχεδιάζουν τις διακοπές τους… Ήταν η μέρα που η βόμβα, εξερράγη… Δόλια η μοίρα, που αιμορραγούσε μέσα, στις αδειανές  παλάμες της…

Δεν την άκουγε, του μιλούσε , την κοίταζε, μα το μυαλό του, άρχισε να σαλπάρει… Ψύχραιμη και κάτασπρη, σαν ένα νεκροσέντουκο, κάλεσε το ασθενοφόρο… Ούτε που θυμάται την αντίδραση της, μόλις κατέβασε το ακουστικό…

Το μόνο που χαράχτηκε στη μνήμη της, ήταν το παγωμένο βλέμμα , η απόγνωση και τα παγωμένα άκρα… Το βάζο έσπασε… Δυστυχώς, δικαιώθηκε, το κακό σημάδι, της  χτύπησε την πόρτα… Σαν να ηρέμησε η ψυχή της, πλέον συνέβη, το αναμενόμενο…

Φορεία, τραυματιοφορείς, νοσοκόμες, έτρεχαν κι εκείνη… Περίμενε, στον σιχαμένο διάδρομο της κλινικής… Σαν τις πύλες του αγνώστου θύμιζε, μα ήταν η άπονη πραγματικότητα… Μέχρι που οι ώρες πέρασαν, ο χρόνος κύλησε και μια Γιατρός, της έπιασε τον ώμο και της ανακοίνωσε πως ναι μεν θα ζήσει, αλλά…

Και κάπως έτσι, κούνησε το κεφάλι σχεδόν ανέπαφα, βούρκωσαν τα μάτια της κι έτρεξε στην έξοδο… Σαν άνοιξε η πόρτα και είδε τη λεωφόρο, γονάτισε εκεί μπροστά και κοίταξε τον ουρανό…

Γιατί; Γιατί σε μένα; Μ’ ακούς; Απάντησε μου… Γιατί τώρα και γιατί σε μένα; Αναπάντητα, όλα τα ερωτήματα, που σάπισαν όλο της το ‘’είναι’’… Μη έχοντας άλλη επιλογή, μάζεψε τα κομμάτια της και στάθηκε ξανά στα πόδια της…

Όφειλε να είναι όρθια , για ακόμα μια φορά, δεν είχε καν, την πολυτέλεια του χρόνου, να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγει μακριά… Να κλάψει, να φωνάξει, να ζήσει την απώλεια, της ημιτελούς παρουσίας…

Άτυχη, ακόμα και στην στιγμή της ήττας, των ονείρων της… Οι δείκτες των ρολογιών συνέχισαν, να κινούνται δεξιόστροφα και η συνήθεια άρχισε να παίρνει τη θέση της, λίγο πριν τον χωρισμό των δρόμων…Ένα χωρισμό που άλλοι, επέβαλλαν...

Όσο κι αν ήθελε κι όσο κι αν προσπάθησε, ήταν ανίκανη, για το οτιδήποτε… Δεν μπόρεσε, να κάνει τίποτα απολύτως, παρά μόνο, να φύγει… Αναγκάστηκε, της πήραν τη ζωή της μέχρι τότε, με τη βία, δίχως να τη ρωτήσουν… Και το αντάλλαγμα, ήταν τα κλειδιά του παραδείσου, που έγινε η ίδια της, η κόλαση…

Το ίδιο της το σπίτι, έγινε ο ματωμένος τάφος, που τη σκέπασε για καιρό… Πόνεσε, έκλαψε, αντιστάθηκε στους δαίμονες κι όταν η κλωστή τέντωσε, στο κλάσμα του δευτερολέπτου, έδεσε το νήμα και πήγε να ξαπλώσει…

Εκείνες οι ώρες που το κορμί της αδρανοποιήθηκε, ήταν και η επανεκκίνηση της ζωής της… Ξύπνησε, κοίταξε τις λαμπερές ηλιαχτίδες και συνέχισε το δρόμο, που της είχαν χαράξει, μέχρι να τοποθετήσει το δικό της στίγμα στην ύπαρξη του αρχάγγελου…

Και κάπως έτσι, μπορεί,  να της  πήραν τον επίλογο, μα τον πρόλογο στο νέο της ταξίδι, τον έγραψε εκείνη…

''Μόνη μου θα ταξιδέψω, με Καπετάνιο την καρδιά μου''...


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αγαπώ


Ποτέ μου δεν σ’ αγάπησα γι’ αυτό που ήδη είσαι,
Εσύ δεν είσαι τίποτα δεν πιάνεσαι και δεν μιλάς,
Εσύ είσαι πένα φτερωτή στου Χάρου το κατώφλι,


Εσύ είσαι αετός στου τάφου το καρτέρι,
Εσύ είσαι όνειρο στης Κόλασης το χάος,
Μα εγώ άλλο από σένα,


Σάρκα και οστά με έπλασαν εμένα,
Αίμα από τη γη και μάνταλα ολότητας,
Πεζολατώ κι οραματίζομαι το χάδι της ανυπαρξίας σου,


Μα σαν γυρίζω το κορμί στο βάθος της αβύσσου,
Στα αυτιά μου αντιλαλεί ο ήχος της φωνής σου,
Στάσου σ’ αγαπώ.


©Kalliopi Tsouchlis



Βερνιέρος


Στου ήλιου τη μεγαλοπρέπεια αναζητώ να σε βρω,
Σκαλίζω τον ορίζοντα και με τα δυο τα κάτοπτρα,
Αντραλίζομαι σαν αντικρίζω τούτες τις λίμνες οφθαλμών,


Σφάλμα υποδιαίρεσης όλη η ζωή σου χάμω,
Και μια καθετότητα ραγίζει το  επίγειο σημάδι,
Ουράνιο τόξο η λαβή που βύθισες στον άνεμο,


Μα φυσαλίδες κύκλωσαν την εικονική σου μάσκα,
Και σαν μποτζάρισε η λαμαρίνα χάθηκες για πάντα.


©Kalliopi Tsouchlis



Αγέρας


Αερικό γεννήθηκες από της μάνας σου τα σπλάχνα,
Θεριό δεν εφοβήθηκες σαν έβγαλες φτερά,
Τον κόσμο εταξίδεψες με το ασύλληπτο σου βλέμμα,


Αγάπησες και πόνεσες γονάτισες κι εστάθηκες,
Ατίθαση εσχάρα με κάσαρο από γαίμα,
Κι όσες φορές  σε βλάψανε κατάφερες κι εχάθης,


Ξανοίχτηκες κι αφάνισες του κόσμου τη σαπίλα.


©Kalliopi Tsouchlis



Πέτρινη oμίχλη


Βαρύγδουπη σιωπή στης χαραυγής τη λησμονιά,
Θυσανοσωρείτες  σκέπασαν το βουβό σκοτάδι,
Στάσου και κοίτα την οδύνη του σπαραγμού,


Μιλιά να μην ακούγεται σε τούτο το ταξίδι,
Μαύρισε το σεντόνι τ’ ουρανού απ’ το παχύ το πούσι,
Θρηνεί η γη τις αιώνιες μονές  που κατοικεί η θλίψη,


Ματώνει η πέτρα που σκεπάζεται από ματσέτα της σκεπής,
Συνθλίφτηκε ο κόσμος στο αίμα της αστροφεγγιάς,
Μα είναι το τίμημα βαρύ κι απάνθρωπο,
Από τις στάχτες να γεννηθεί η πλάση.


©Kalliopi Tsouchlis



Φυγή


Μοίρα ευνουχισμένη με ματωμένο άλλοθι,
Γεράκια σκοτωμένα στα όμματα αντίκρυ,
Σαπισμένες ψυχές σε διαβρωμένα σώματα,


Λησμονημένες ώρες στης κακουχίας το σέλας,
Μαυροφορούσα κόρη άνωθεν του νεκρού της,
Ουρλιαχτό της συμφοράς εμπνέει τη δόλια ώρα,


Το Αν και το Ποτέ στου ξεριζωμού τη στέρνα,
Κι όσο σκαλίζει η πληγή, ματώνει η φλέβα εκείνη,
Αλλόθρησκη ζωή, σε περασμένα χρόνια,
Μα το απάγκιο την κουρνιάζει της συμφοράς την ώρα,


Γαληνεμένη φεύγει για το λογκάδο της ταξίδι.


©Kalliopi Tsouchlis



Αντίο


Κερί αναμμένο στα χέρια σου, η λεπίδα,
Ματωμένη σάρκα στο φτερό του Αγγέλου η μιλιά σου,
Ταραχή κι ανεμοθύελλα η στοργική υφή σου,


Λαβωμένη ψυχή σε σκαλισμένο σώμα,
Έρωτας φέρετρο, η σκοτεινή πινελιά σου,
Σαράκι λέγεται η πίκρα η δική σου,


Κατακρεουργημένο στάχυ το διάβα το δικό μου,
Ζωές κλεμμένες και των δυο,
Απάρνηση του μαζί στο βωμό του Ποσειδώνα,
Κι όλα τα ζωντανά κρύσταλλα για ένα τέλος ματωμένο,


Στου αποχωρισμού την κούφια ώρα.


©Kalliopi Tsouchlis



Αντάμα


Κι έτσι, γεννήθηκε η ιστορία των αγνώστων, που τόσο καλά, γνωρίστηκαν και επικίνδυνα αγαπήθηκαν... Της άγγιζε το χέρι, μ’ αυτή ήταν απρόσιτη, σαν κάτι να την έδιωχνε, λες κι ήξερε, το θρήνο το μυαλού του…. Έβλεπε, πως διαφέρει από τη στάχτη του καιρού… Κι εκεί, ήταν που άρχισε να τη συντροφεύει, νοερά τα μοναχικά της βράδια...

Μέχρι που μια μέρα,  δεν άντεξε, το πάθος του κι ο έρωτας του, έγιναν λεπίδα κοφτερή και τη χτύπησαν κατάστηθα... Η στιγμή, που το συναίσθημα σαγηνεύτηκε, η αγάπη έγινε μίσος και οργή, θυμός και απαξίωση… Την αποκαλούσε ''Γυναίκα από τσιμέντο'', ήταν τόσο σίγουρος, πως απέναντι του, είχε το είδωλο μιας ''φόνισσας''… Εκείνης που του σκότωσε, την ελπίδα του έρωτα…

Δεν άφησε, το χρόνο να μιλήσει… Την γονάτισε μπροστά στα μάτια του, σαν ένα πύργο από άμμο… Αστόχησε στο γεγονός, πως το κορίτσι , είχε μάθει να σωριάζεται στο έδαφος και με την ίδια πυγμή να σηκώνει το ανάστημα της, σε θεούς και δαίμονες …Και να τρέχει μακριά, τόσο που δεν την πρόλαβε ποτέ…

Αυτό ήταν και το μαρτύριο, ήταν πάντα το βήμα της , όμως,μίλια μακριά… Θόλωνε με τον εαυτό του κι όσο εξοργιζόταν , τόσο τη φθονούσε…Ποτέ δεν κάθισε σ’ ένα πεζούλι, ν’ αναρωτηθεί, το εμείς και το μαζί… Χώρισε την καρδιά σε πόλους, εκείνη αγκάλιαζε πάντα το Βόρειο, μ’ αυτός ταξίδευε στο Νότιο…

Εκεί που έδυε ο ήλιος, εκεί που η λησμονιά καρτερούσε, το διάβα της ψυχής… Πόσες και πόσες φορές, μάταια προσπάθησε να τον φέρει στον κόσμο το δικό της… Αδύνατον, εκείνος αρνήθηκε να βγει από  το χρώμα του εβένου… Το μυαλό στη θάλασσα, που άφησε πριν χρόνια και την καρδιά του, στη γυναίκα που αγάπησε, πιότερο από τον Ωκεανό…

Κάθε λογική χαμένη, στον δικό του τον ορίζοντα, εκεί που ταξιδεύανε μαζί, μέσα σε μια στιγμή, βούλιαζε… Σωσίβιο είχε γίνει η ίδια και τον ανέβαζε στην επιφάνεια, την κοίταζε χαμογελούσε, για μια στιγμή κι έπλεαν αντικριστά σε μέρη αλαργινά… Δύσκολος ο πλους, αιματηρή αγάπη, χιλιομπαλωμένη … Όσο κι αν προσπάθησε να τις επουλώσει με το θαλασσινό αλάτι…

Άξαφνα,  είδαν να ξεπροβάλλει, η στεριά του άγνωστου, που κυνηγούσαν… Ενθουσιασμένη,τον αγκάλιασε κι άρχισε να του μιλάει, κουράγιο του φώναζε και πιάνουμε λιμάνι… Τώρα πια θα ζήσουμε, ελεύθεροι  στο καρτέρι της λαχτάρας… Δεν της απάντησε ποτέ…

Σαστισμένη από τη φουρτούνα και την κόπωση, δεν κατάλαβε το θρήνο της στιγμής… Τον έβλεπε να επιπλέει κι ήλπιζε ακόμα, εκείνη την ύστατη στιγμή… Το ρυμούλκιο της αλλόθρησκης ζωής είχε γίνει, που μόλις  χανόταν στα μάτια της μπροστά…

Πλέον είχε καταλάβει, κολυμπούσε ακόμα πιο γρήγορα… μέχρι  που τον έσυρε στη στεριά… Πνιγμένος κι αποκαμωμένος, κάτασπρος σαν το φτερό του Αγγέλου, που απαλά τη φίλησε κι εχάθη στης λήθης το απέραντο…

Ξάπλωσε δίπλα του και του μιλούσε, ήθελε ν’ αδειάσει την ψυχή της , να θυμώσει, να φωνάξει, να κλάψει… Μεγάλη η λατρεία του, μικρός ο κόσμος του, αδύναμος στα πάθη του κατάπλωρα… Γι’ ακόμα μια φορά, την παράτησε μόνη κι απροστάτευτη, να παλέψει μ’ ανέμους και με κύματα…

Πονούσαν τόσο πολύ τα σπλάχνα της, σαν να της έριχναν οξύ με αργούς ρυθμούς, στον κήπο του ιστού… Μα πλέον, συλλογίστηκε πως ήτανε ελεύθερη… Δεν θα την χτυπούσε αλύπητα με το φθονερό του λόγο και δεν θα της στερούσε τ’ όνειρο το μεγάλο…

Και σαν επίλογο, στη θλίψη της πολυτάραχης ζωής της,

Τον πόνεσε, τον έκλαψε, τον έθαψε στην άγνωστη αμμουδιά, έστησε τη δική της σχεδία και πήρε το δρόμο του γυρισμού,μακριά από τη σήψη του χαμένου…


©Kalliopi Tsouchlis



Καράβι, το ταξίδι της ψυχής 


Σαν γκαζάδικο ταξιδεύει η καρδιά μου,
στη νιότη των χεριών σου...
Σπαρταρώ στη λεπτομέρεια σου, που
σκίζει τον πάπυρο τούτον, με λευκή χατζάρα...


Αναπολώ το χτες στην παλιά μπουάτ, μαζί σου...
Προσμένω σ' αναταραχή, το αύριο του εμείς και
του μαζί...
Κι αν τολμήσει κανείς , να κάνει τη Θάλασσα μου,
να στερέψει, τότε θα πάψω να σου λέω πως,


''Σε καρτερώ στο φινιστρίνι, σαν Άγιο Φως''...


©Kalliopi Tsouchlis



Μάνα το σκαρί σου


Το σκαρί μου, σαν εσένα είναι...
Σαν του μιλήσεις, θα σ' ακούσει...
Σαν το συμπονέσεις, θα σε σεβαστεί...
Σαν τ' αγαπήσεις, 
θα σε ταξιδέψει σε μέρη μακρινά...

Σαν το πονέσεις, θα ματώσει...
Σαν το χτυπήσεις, θα δακρύσει...
Πονάει μάνα το σκαρί;
Όλα τα σκαριά πονάνε, μα σαν θελήσεις να σε γυρίσουν,
στου κόσμου τα πελάγη, μόνο μην τα σκοτώσεις..

Αλλιώς;

Ω, σαν την τρίαινα, θ' αναστηθώ απ τη μπουνάτσα του καιρού...
Και κυκλώνα θα γεννήσω την ύστατη στιγμή...


©Kalliopi Tsouchlis



Αντάρες


Μια θάλασσα αισθήματα, 
σαν δεις τις λαμαρίνες τούτες,
Τρέχεις στου λογισμού την κόγχη,
αστράφτεις και βροντάς,


Μα σαν κοιτάς, το μέγιστο απάνω σου,
από λαχτάρα προσκυνάς ,
Ταξιδευτής του γίνεσαι και άγρυπνος
φρουρός στου ταξιδιού το διάβα,

Ξαθέρι, που σε πλάνεψε,
του χωρισμού την ώρα...


©Kalliopi Tsouchlis



Σπλάχνο


Κάθε που θα με διώχνεις, θα γυρίζω,
Κάθε που θα μ' αρνείσαι, θα σε λατρεύω,
 Κάθε που θα φουρτουνιάζεις, θα σε νοσταλγώ,

Γιατί,

Εσύ μοναχικέ διαβάτη, στο αίμα μου κυλάς,
Σαν το Γαλάζιο του Αιγαίου.


©Kalliopi Tsouchlis



Στερνό φιλί


Αγάπη μου μ' ακούς ;
Αγάπη μου, σου μιλάω,
Μα δεν ανταποκρίνεσαι...

Αγάπη μου , απάντησε μου,
Αγάπη μου, άνοιξε τα μάτια σου,
Τι σου συνέβη ξαφνικά ;

Αγάπη μου, τρομάζω,
Αγάπη μου, Γιατί,
Ουρλιάζω...

Μην κλαις, εδώ είμαι,
Σκύψε και φίλησε με,
Αγκάλιασε με δυνατά,

Αγάπη μου, σ' ακούω,
Μα τα μάτια σου,
είναι ερμητικά κλειστά,

Η ψυχή μου σου μιλάει,
εγώ πια δεν ζω,
έφυγα για το στερνό ταξίδι !


©Kalliopi Tsouchlis


 

Αντίκρουση


Κι είναι κάποια τραγούδια, που σαν τ' ακούς μαγεύεσαι, οδυνηρά...Νομίζεις πως η φωνή, που ακούγεται μ’ ένα λευκό πιστόλι, θα σου τρυπήσει το μυαλό και δίχως έλεος, θα το κάνει να ξεψυχήσει μπροστά στα χέρια σου…

Μια ζάλη, σε παίρνει αγκαλιά, σαν το πιο γλυκό αναισθητικό της ζωής σου…Καθηλώνεσαι στην πρύμνη και κοιτάζεις τ’ απόνερα, μαζί με τα όνειρα σου, που θαλασσοπνίγονται εν πλω…

Χάνεσαι για λίγο, η σκέψη αδρανοποιείται, καθώς τα δάκρυα, ποτίζουν την καυτή λαμαρίνα…Σαν να χάνεις την ισορροπία σου, φοβάσαι για μια στιγμή…Είναι η ώρα που το μυαλό, χαστουκίζει την καρδιά…

Της φωνάζει δυνατά…

Πρόσεχε, τι κάνεις;

Να την σκοτώσεις, θέλεις;

Η καρδιά, κοιτάζει με ειρωνεία και επιβλητικό βλέμμα, απαντώντας…Ότι κι αν κάνεις, την κυριεύω, δεν πρόκειται να σε ακούσει…Όσο κι αν παλέψεις στην αρένα μαζί μου, εγώ θα είμαι η Νικήτρια…

Ακούγεται ένα εσωτερικό ουρλιαχτό, <<Γιατί;>>… Γιατί έτσι νιώθει, αισθάνεται... και το συναίσθημα θα την πνίξει, μια νύχτα με Βαρδάρη, στα παγωμένα νερά της Μεσογείου, αν της απαγορεύσεις να το ζήσει…

Μην μπεις μπροστά της , μην τολμήσεις να το αποτρέψεις, γιατί τότε, θα την λαβώσω…Δεν θα την αφήσω να ζει για πάντα, με τον πόνο του ''Αν'', κάλλιο, να φύγει τώρα, παρά να υποφέρει, σ’ όλο το ταξίδι…

Προβλέπεται λογκάδο…και την περιμένει, στην επόμενη αλλαγή πορείας…Κι εγώ θα είμαι εκεί μαζί της, δεν θα την αφήσω, στιγμή από το βλέμμα μου…Πυξίδα κι ανεμόμετρο θα γίνω, μη χάσει την πορεία της και μην την πάρει ο καιρός…

Και σαν θα μας κοιτάς εσύ, θα μας φοβάσαι…Αλεξίσφαιρο γιλέκο της θα γίνω, μα θα την ταξιδέψω με δόξα και τιμή… Και θα την πάω σ’ αυτόν , για τον οποίο καρδιοχτυπώ τόσο καιρό και την ταράζω…

Δεν αντέχω, να τη βλέπω άλλο να μαστιγώνεται, με ζωνάρι από ματσέτα και πυρά…Κανένας θνητός, δεν αξίζει  τέτοιο πυρπολισμό, πόσο μάλλον , αυτή εδώ… Ένα μόνο το αμάρτημα της, μόνο ένα… Το άλμπουρο, που έκανε συναίσθημα και βρόντηξε τη Θάλασσα…

Πάρε λοιπόν, το δρόμο σου καρδιά… και το κορίτσι πρύμα, μα να ξέρεις τούτο μόνο…πως,

Όσο έχω τα λογικά μου θα σ’ ακολουθώ , οικτρά … απάντησε το μυαλό ! 


©Kalliopi Tsouchlis


 

Οδός επιθυμίας


Σαν κι απόψε δεν ήθελα να υπάρχω,
Αέρινο σεντόνι να γίνει το κορμί,
Με την ψυχή να ταξιδέψω εκεί που αγαπάω,


Να μπω σε σπίτια που λαχτάρησα για ν’ ασπαστώ εκείνο που μου λείπει,
Το άρωμα του να γευτώ μέσα σε μια στιγμή και πάλι να χαθώ,
Κανείς να μην με δει ούτε και να μ’ ακούσει,


Στης χαραυγής τη δόξα ένα ταγκό μαζί σου να χορέψω,
Τ’ αστέρια να φωτίζουν των ψυχών τη λεωφόρο,
Άσπρα κύματα να τραγουδούν του έρωτα τη μελωδία,


Ελεύθερη ν’ αντιμετωπίσω της κόλασης το χωρισμό ,
Την καρδιά μου να κουρνιάσω στον οίκτο της σιωπής ,
Να χαθούν τα βλέφαρα στην ύλη του ονείρου ,


Ας ήτανε μια ώρα να πετάξω για να σε αντικρύσω,
Και τότε γελαστή θα χάριζα στους ουρανούς του νου τη σάρπα,
Στάχτη να γινόμουν κι η θάλασσα να με ξεβράσει μια νύχτα με βροχή.


©Kalliopi Tsouchlis



Κάσσαρο


Άνεμε ερωτύλε και κοσμογυρισμένε,
Μάγεψες τα ίχνη στο πρόστεγο της πλώρης,
Χώνεψες το φυλλοκάρδι στο στρίτσο σαν καδένα,


Ποτίστηκε η λαχτάρα μέσα και κλειδώθηκε,
Δεν αφέθηκε για ν’ αναπνεύσει και να φωνάξει  σ’ αγαπώ,
Ζητιάνευε το όνειρο μια νότα στον ορίζοντα,


Ο ήλιος έλαμπε στην λαμαρίνα σαν φτερωτή οργάντζα,
Κι η Αλισάχνη φλερτάριζε με τις  μεγάλες γάσες,
Ένας έρωτας περίρρυτος στο γιατί του οτιδήποτε,


Φεγγαρόπετρες και  βότσαλα στόλιζαν  τη σκέψη την αλλιώτικη,
Ένας μοναχικός περίπατος με τον συνοδό αόρατο,
Κι η απόγνωση βρυχάται στου όρμου την κατάληξη,


Μα σαν άνοιξε η πόρτα απ’ το καμπούνι το μαρτύριο κατέληξε,
Με τόλμη και ζωντάνια  έτρεξε στις σκάλες για  να διακρίνει τη χάρη της ζωής,
Και χάθηκε σαν αμμοδύτης  στ’ αρχιπέλαγος  για τόπους θελκτικούς.


©Kalliopi Tsouchlis



Γητευτής


Εισβάλλεις στις ζωές δίχως να ρωτήσεις,
Μα ούτε αναρωτιέσαι αν πρέπει να το κάνεις,
Μέρες  χάνονται στο δάκρυ και νύχτες στο κενό,


Ψηλαφίζεις κάθε ευαίσθητη χορδή την ώρα του χορού σου,
Απαρνιέσαι το γιατί στου λυτρωμού το πάθος,
Ξεγελάς το νου με την καυτή σου αύρα,


Βυθίζεις μέσα σου του κόσμου τη μαγεία,
Προκαλείς στο βέλος σου ψυχές και βλέμματα,
Καθηλώνεις στο διάβα  σου τη συγχορδία της γαλήνης,


Στοχεύεις  το μυαλό ματώνεις  την καρδιά μα δεν σου φτάνει,
Τα σωθικά σου καις  μέχρι να πνίξεις το κλαυθμό στο σπαραγμό,
Οικτρά αγωνίζεσαι τη παρουσία να κάνεις απουσία,


Σαν τραπουλόχαρτο σκορπάς την ηρεμία κι από συντρίμμια γεννάς της δυστυχία,
Έρμαια κατάντησαν τα όνειρα στης  χωρισιάς το ξίφος,
Ξεπούλησες την ευσπλαχνία στο βωμό της φιλαυτίας,


Ποθείς για να τη δεις να κομματιάζει τα εσώψυχα στην εξορία,
Να φύγεις λαχταράς μονολογώντας πως κέρδισες το λάφυρο,
Μα μόνο μην ξεχάσεις πως η ελπίδα γονατίζει στον επίλογο.


©Kalliopi Tsouchlis



Θάλαττας αγέρι


Άδικα αναζητάς του φεγγαριού το άγγιγμα στις υπόγειες στοές,
Εκεί που περπατάς μόνο το βούρκο θ’ αγκαλιάσεις,
Έντρομος θα τρέξεις διέξοδο να βρεις  για να σωθείς,


Μέσα στο σκοτάδι θα χαθείς και θα πονέσεις κλαίγοντας,
Μάταια θα ουρλιάξεις μήπως κι ακουστείς  στο αχανές περιθώριο,
Σαν κακοτράχαλος εραστής  ο εγωισμός που σε κυνηγάει,


Τρομάζεις δειλιάζεις και ουρλιάζεις στο μίσος του μπροστά,
Οι λυγμοί σου τάραξαν του λιμανιού την άπνοια,
Αγρίεψε η θάλασσα απ’ τα δικά σου σφάλματα,


Κι άξαφνα μια πόρτα πελώρια άνοιξε και στάθηκες να την κοιτάζεις,
Μα ένα κύμα ωστικό έμελλε να σε γραπώσει και στο ντόκο να σ’ αφήσει,
Εκεί που για καιρό σε πρόσμενε της Ανοιχτής Θαλάσσης το κορίτσι.


©Kalliopi Tsouchlis



Μυστικού θανή


Με την καρδιά στα χέρια και τη στοργή στα μάτια,
Τόλμησε κι έτρεξε να σ’ ανταμώσει,
Τα μακριά μαλλιά της στόλιζαν τους ώμους,


Μ’ ένα χαμόγελο που έλουζε την πλάση όλη,
Σου άπλωσε το χέρι και το κλειδί της ευτυχίας,
Γονάτισε μπροστά σου και φίλησε το χώμα που πατάς,


Μα εσύ ανέκφραστος κι ανάξιος συνοδοιπόρος,
Έστρεψες το ξίφος σου στα ήδη ματωμένα στήθη της,
Προσπέρασες  τον πόνο που έκρυβε καλά στα σωθικά της,


Υπέθεσες πως έχεις δύναμη να την εξαφανίσεις,
Αστόχησες στο αλεξίσφαιρο που κάλυπτε τη σάρκα της,
Αρματωμένο το κορμί της με δύναμη και θάρρος,


Μα εσύ άλαλος κοιτούσες του μίσους την κατάληξη,
Καθώς δακρυσμένη βύθιζε στον κρόταφο τη σφαίρα,
Και αμολήθηκε στα επουράνια σαν το χαρταετό.


©Kalliopi Tsouchlis



Πλωτά όνειρα


Ταξιδευτής και Ποιητής συνοδοιπόροι αιώνια,

Ποιος χόρεψε στα πέλαγα δίχως να γράψει στίχους,
Άραγε ποιος δεν έψαλλε τη νύχτα στη βαρδιόλα,


Πορεία για το Γιβραλτάρ κι η σκέψη αλαργεύει,
Το χέρι στο τιμόνι και το μυαλό στο σπίτι,
Τα μάτια στον ορίζοντα και μια ψυχή προπέλα,


Ολίσθηση, όλη του η ζήση κι αλάτι ποτισμένη,
Με του Βοριά τα κύματα στέλνει τα χαιρετίσματα,
Πονάει η μοναξιά χαράζει σαν φαλτσέτα,


Αναπολεί το άγγιγμα και συλλογιέται τα ανείπωτα,
Δακρύζει στο εννιάμηνο σαν νοσταλγεί το ξέμπαρκο,
Τη σκάλα να κατέβει το ντόκο να φιλήσει,


Ζωή σε μια βαλίτσα κι εκείνη η καρδιά μονίμως διαλυμένη,
Στιγμές από φωτογραφίες και όνειρα βουβά,
Μίσησε το χωρισμό θέλει να τον σκοτώσει,


Σαράντα χρόνια ματωμένα κοιμάται με το μπότζι,
Ξηρά ψάχνει να βρει να πάει ν’ απαγκιάσει,
Μα μόλις έρθει και στεριώσει την αλμύρα θα ποθήσει.


©Kalliopi Tsouchlis



Σε λίγο ξημερώνει


Κι εκείνη η σιωπή είναι που με τρομάζει,
Με κρατάει καθηλωμένη στο μηδέν,
Ο χρόνος τρομακτικά δαμάζει την ψυχή,


Το υγρό τζάμι λύνει τα δεσμά,
Η παλάμη χαϊδεύει την σφοδρή υγρασία,
Κοιτάζω απέξω κι αναρωτιέμαι που κρύβεσαι,


Το κλειδί του αυτοκινήτου με καλεί,
Σε μια στιγμή βρέθηκα στην εθνική,
Πηγαίνω στο λιμάνι να γαληνέψει η σκέψη μου,


Είναι παράτολμο να περπατώ εκεί που σε λαχτάρησα,
Αγκιστρώθηκες πάνω στην καρδιά μου,
Μα δε λες να σηκωθείς να φύγεις,


Σε διώχνω κι όσο τολμάω εσύ γαντζώνεσαι,
Μίσος με καλύπτει τη στιγμή που σ’ αγαπάω,
Μια ανάσα συντριβή στο βλέμμα της απάτης σου.


©Kalliopi Tsouchlis



Όστριας ρότα


Κι αν δεν μιλάς δεν έχει σημασία,
Η σιωπή καλά κρατεί τις απαντήσεις,
Εμβέλεια μιλίων έχει η αγάπη τούτη,


Νότες απ’ άκρη σ’ άκρη ταξιδεύουν,
Μια σκέψη γητεμένη  αιωρείται,
Κι εσύ πλανάσαι ακόμα στην αιτία,


Μια θάλασσα αγάπης απλώνεται μπροστά σου,
Πλάγιασε δίπλα της και πίσω μην θωρείς,
Πονάει ο χωρισμός  σαν λαβωθεί ο έρωτας,


Θέλει σθένος σαν πετάς στα μάτια να κοιτάς,
Ο φόβος τακίμι δε γίνεται με Θαλασσοδαρμένους,
Τσακίζεται ο τρόμος στου μαρνέρου τη γροθιά,


Δε νογάει  ο Ναύτης του κόσμου το αμάρτυρο,
Τον φουρτουνιάζει ο πλους στου ξυραφιού τη κόψη,
Δεν δέχεται ψιχία στο δρόμο που του ανήκει,


Ξάφνου αλλάζει την πορεία και για το Νότιο Σέλας τραβάει,
Να συναντήσει τα παράτολμα για να φιλήσει τ’ άφθαστα,
Με Καπετάνιο την ψυχή και τη λαχτάρα πρίμα.  


©Kalliopi Tsouchlis



Εμβύθισης στίγμα


Με καυτή βελόνα σκαλίζει ο νους το φυλλοκάρδι,
Μια λάβα σε εξέλιξη κι ένα σώμα σε κατάληξη,
Απόγνωση σ’ ένα πάτωμα γυαλί κι η λογική να βγαίνει στο σφυρί,


Λόγια σημαδεμένα από καρφιά και η ζωή κρυμμένη πίσω απ' το μπουλμέ,
Ένα μπουντρούμι το αύριο δίχως το πληγωμένο χτες του επιζώντα,
Αποτελειωμένα άλλοθι σε δολοφονημένα σήμερα,


Σαν τους μαγνήτες της πυξίδας πάλλεται η αγλύκαντη καρδιά,
Κάθε αρτηρία υποκύπτει στην εισπνοή απ’ το κρυφό μαράζι,
Λυγίζει το μυαλό στης κατάντιας το πλατύσκαλο,


Σφάλματα σαν πέλματα ηχούν την ώρα του κινδύνου,
Μέσα σε μια στιγμή τρόμος κυκλώνει το φεγγίτη της ψυχής,
Μα στο φινάλε έμεινε το σπλάχνο να ωρύεται για τ’ απολεσθέν συναίσθημα.


©Kalliopi Tsouchlis



Άλως


Ζωή παρατημένη σε μια ψυχρή διαθήκη,
Κακογραμμένη και με αίμα ποτισμένη,
Ψυχή θαμμένη στου πόνου το μεδούλι,


Γυαλί καρφί και πέταλο κόστισαν τη νιότη της,
Αποκαμωμένη μάζεψε τα σμπαράλια της μανίας,
Γύρισε την πλάτη στο άδοξο μέλλον του σκυθρωπού διαβάτη,


Χάραξε κόκκινη γραμμή στης ευτυχίας το χάρτη,
Αλαζόνας ο διωγμός την έσερνε στη δική του γαλαρία,
Μην υπολογίζοντας στιγμή το ψυχικό της σθένος,


Μα εκείνη γνώριζε καλά της φουρτούνας το παιχνίδι,
Έγινε σωσίβιο η ίδια στης ξαστεριάς το χάδι,
Κάνοντας το κύμα φίλο και οδηγό το ρέμα,


Ξεγέλασε το μαύρο καβαλάρη με αρετή και τόλμη,
Αφήνοντας τον στου λυγμού τη θρηνωδία,
Σαλπάροντας αγέρωχη σαν σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis



Γλυφό μου χάδι


Ταξίδευες στη Δύση,
Κατέρρεα στην Ανατολή,
Χαράματα συναντηθήκαμε.


Στη ρουλέτα το μυαλό,
Στον τροχό της η καρδιά,
Διάλεξε το χρώμα.


Κι αν χάσεις μη φοβάσαι,
Κι αν κλάψεις μη τρομάξεις,
Άξιζε την προσφώνηση.


Αγάπη τ’ όνομα της…


©Kalliopi Tsouchlis



Άνομο φιλί


Απόψε θα σ' ονειρευτώ,
Λευκή γραμμή θυμάσαι;
Μια αίσθηση πορφύρα.


Σ' ασάλευτο νερό,
Δεν έσβησαν οι φάροι,
Μη ξεχάσεις.


Βρεγμένη γη η μυρωδιά σου,
Βροχή μου και κατάρα,
Δεν θα σ' αγκαλιάσω.


Φοβάμαι τη σκιά σου,
Χίλιες σταγόνες σώμα,
Δίστασες ;


Σε φιλώ...


©Kalliopi Tsouchlis



Ανέγγιχτα δεσμά


Κι αν δεν σου μιλώ,
Στιγμή μη φοβηθείς, 
Στ' αεροπλάνα να πετάς.


Στα βαπόρια να κουρνιάζεις,
Στους φίλους τους παλιούς,
Μοιράσου τα σκοτάδια.


Ξαθέρι πια δεν θα μ' ακούς,
Μα θα με νιώθεις στο λεπτό,
Σκιά στη ρότα σου θα γίνω


Να προσέχεις...


©Kalliopi Tsouchlis



Ψευδαίσθηση 


Διαβάζω τον επίλογο,
Θυμίζεις οπτασία, 
Αναρωτιέμαι αν υπάρχεις.


Στο φάρο οι απαντήσεις, 
Θαμμένες μες τη δίνη, 
Υπάρχεις;  


Χρόνος εχθρός σμιλεύει, 
Υπόνοια στην πρόκληση,
Μη γυρίσεις να σε δω.


Φύγε...


©Kalliopi Tsouchlis



Γυμνή πληγή


Κι αν μ' αρνηθείς, 
Μη πάρεις δάκρυ, 
Στο μώλο δώρισε το.


Κοίταξε τον ήλιο, 
Χάραξε τη θάλασσα, 
Στάξε στο κύμα γυρισμό.


Στο χρόνο παραδώσου,
Σε μένα που σ' αγάπησα,
Στο στίχο το στερνό.


Θα γράψω σ' αγαπώ.


©Kalliopi Tsouchlis 



Προμνησία


Πόνος βουβός το δάκρυ σου,
Χτυπάει στα δυο βίντζια.


Σε μία γωνιά της κουπαστής,
Θρηνεί για το κακό μας.


Το τραύμα όπως προέκυψε,
Στης συντριβής το δράμα.


Όπως εκείνο θέλησε για εμάς 
η μοίρα η Πόρνη...


©Kalliopi Tsouchlis



Δειλή σιωπή


Στέκεσαι τόσες ώρες,
Τι κοιτάζεις;
Mήπως τ’ ανέμου τη ριπή;


Σκοτάδι γύρω σε τυλίγει,
Δεν τολμάς να τ' αντικρίσεις,
Πασχίζει η στάχτη,


Άγγιξε την αν τολμάς,
Αν,
Θα ήταν όλα αλλιώς...


©Kalliopi Tsouchlis 



Άπραγος  χρόνος


Άφθονο οξύ ρέει κι απόψε στην πληγή,
Που είσαι μονάκριβε μου;
Μοχθείς να επουλώσεις τη φθορά,


Θυμίζει η νύχτα κεραυνό,
Κεραυνόπληκτε εαυτέ μου,
Που είσαι;


Ο χώρος αχανής,
Σ’ άπραγο χρόνο,
Σε ψάχνω;

Καλό ταξίδι ...


©Kalliopi Tsouchlis



Το μίασμα μου ποίηση


Στην ποίηση μιλάς απόψε,
Χαροπαλεύεις για να μάθεις,
Μόλυνση ψυχής η ποίηση.


Φάρμακο εντός σου,
Σ’ αποδυναμώνει στη στιγμή,
Στις λέξεις κρύβει δύναμη.


Τ’ όνειρο περνάει στο μελάνι,
Στον πάπυρο η καρδιά,
Κι εσύ;


Τα μάτια σου μπαλάντα,
Νότα μελωδική ο ψίθυρος,
Απόψε σ’ αφουγκράζομαι.


Γράψε το ρίγος στο χαρτί,
Αντέχεις;
Κι αν όχι;


Στα χείλη κρύβεται η αγάπη,
Στα μάτια ξετυλίγεται,
Μη ξεχάσεις.


Σ’ αγαπώ όπως το μίασμα εντός μου…


©Kalliopi Tsouchlis 



Φήμη στη σκιά


Κι αν δεν υπήρξες απόψε σ’ ονειρεύτηκα,
αναρωτιέμαι μήπως;
Σ’ αφήνω εδώ μονάχη τροχοπέδη


Τυλίγεσαι σ’ απόγειο ιστό,
γιατί;
Άραγε θα μάθω;


Μα κι αν δεν ζήσω τίποτα,
αρκεί,
για να θυμάμαι εσένα στο φεγγίτη


©Kalliopi Tsouchlis



Άτλας αταξίδευτος

Θα πετάξω στο σκοτάδι αερικό να στάξω,
Στο φύσημα τ' ανέμου δραπέτη θα μερώσω, 
Παντιέρα στο ζυγό μύρια πυρά στο γυρισμό.


Αίμα στην ψιχάλα κρότος στο ναυάγιο,
Ρημάζει το βυθόμετρο στα βάθη θα χαθώ,
Λεντία τσακισμένη θολώνουν τα νερά.


Χαμένες οι στεριές βουλιάζει το κακό,
Η μηχανή γονάτισε στην άγκυρα κραυγάζει,
Μαύρο κιτάπι γράφει το τέλος της σωρού.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αέναος βυθός

Στο ντέφι του καιρού σου τάζω πεφταστέρια,
Άγγελοι στην ελπίδα αχτίδα στην καρδιά,
Σε πελάγη μακρινά χορεύει η ξαστεριά.


Κάθε μπουνάτσα και ψυχή κάθε νυχτιά κουράγιο,
Αντάμα στα μποφόρια μες τα ψυχρά τα ρέλια,
Χίλιοι μύριοι στεναγμοί για σε αποσπερίτη.


Στο δίαυλο καρτέρι στο σχίνο ένα δάκρυ,
Στ’ ακραία στα μοιραία εσύ Θαλασσινέ,
Στο λογισμό σου τρέχω χαρές μικρές να ψάξω.


©Kalliopi Tsouchlis 



Σταχτόνερο

Σ’ ολόλευκο σεντόνι άρπα γαλάζια στρώνω,
Σ’ αγκάθι ριζώνω κοφτερό κάθε που το πλαγιάζω,
Βαρύ το στέμμα σου ψυχή καλάδα πυρωμένη.


Στάσου μαντάτο να του πας στα ξένα που σαλεύει,
Στο Γραίγο θα σε τάξω θερμέ σταυραϊτέ μου,
Στην κρύπτη ουρανέ σε ραίνω με λουλούδια.


Ο πρίνος στα μαλλιά λευκά καρνάγια σκουλαρίκια,
Στη λήθη ρίχνω πετονιά στο χάραμα φιλί,
Αμίαντο ψαθούρι θα 'ρθω να ξομολογηθώ.



©Kalliopi Tsouchlis



Αστάρτης γιος

Άσπιλο παιδί εσύ θαλασσινό καντήλι, 
Λάδι καυτό η λύτρωση σε κρύσταλλο ποτήρι,
Μια στάλα σπαραγμός μαύρο σινιάλο ο διωγμός.


Καμάκωσες αγάπη τυλίχτηκες μ' αλάρμη,
Σωτήρας μέγας χωρισμός η στράτα σου απόψε,
Σοκάκι δυο κουπιά μια λαγουδέρα αποσταμένη.


Πόνος βουβός το δάκρυ χτυπάει τα δυο τα βίντζια,
Σε μια γωνιά στη κουπαστή θρηνεί για το κακό,
Υπέκυψες στο τραύμα της συντριβής σου δράμα.


©Kalliopi Tsouchlis



Μια Λασκαρίνα Θάλασσα

Λεπίδι κόρη θάλασσα λευκό περήφανο σκαρί,
Γέννημα σκληροτράχηλο φλέβα παρθένα μητρική,
Σε βάθος αλησμόνητο κολύμπησε τη νιότη.


Στουπιά κουφάρια κόκαλα ακούμπησαν πικρή στεριά,
Της μοίρας στερνοπούλι μ' αδάμαστη ψυχή,
Ζωνάρι μαύρο το θεριό γερό σπαθί κρατάει.


Στο δάκρυ σαλινόμετρο στα χείλη χίλια μέτωπα,
Όρτσα τη μάσκα στο ντεληβοριά χαλίκι στο νοτιά,
Μονάκριβο μου περιστέρι ανέγγιχτο μου βιός.


©Kalliopi Tsouchlis



Θαλασσινό μπουρίνι

Άγγελε χειμωνανθέ, της χωρισιάς ξερόφυλλο,
Άμοιρη φλόγα ο καημός, γέρνει για να μ’ αγγίξει,
Στα πέρατα αρμενίζω, χορταίνω τη φθορά.


Ανάσταση η σταλιά, αχόρταγο, πικρό φαρμάκι,
Αδύναμο δελφινοκόριτσο, την αγκαλιά τυλίγω,
Στα χείλη σβήνω τη λαχτάρα, στα πέλαγα, δροσιά.


Μισό κορμί η φωνή, σπασμένες οι καρδιές,
Ξεχνάω τις πνοές, στης σκέψης το φυλλάδιο,
Τη βροχή κρατώ και τα μπουρίνια μου, μετρώ.


©Kalliopi Tsouchlis 



Η ανάσα μου εν πλω

Σωπαίνει η εισπνοή μου, όταν μιλάς,
Τα μάτια κλείνω, τον αγέρα, αφουγκράζομαι,
Στέκω και γεύομαι, τ’ αλάτι που πρύμα, σέρνεις.


Στην ποθητή σου αύρα, δειλιάζω ν’ απαντήσω,
Ατίθασο δρομολόγιο, στης ψυχής μου, το φεγγίτη,
Βρεγμένο ρούχο η θάλασσα, χορεύει στο κορμί σου.


Της ζωής μου τ’ άγραφα, η χειραποσκευή σου,
Περίπολος Αγγέλων, στο φανάρι τ’ ουρανού,
Στου κόσμου τα δεινά, τολμάω τα αφόρητα.


©Kalliopi Tsouchlis



Φήμη στη σκιά

Κι αν δεν υπήρξες απόψε σ’ ονειρεύτηκα,
αναρωτιέμαι μήπως;
Σ’ αφήνω εδώ μονάχη τροχοπέδη


Τυλίγεσαι σ’ απόγειο ιστό,
γιατί;
Άραγε θα μάθω;


Μα κι αν δεν ζήσω τίποτα,
αρκεί,
για να θυμάμαι εσένα στο φεγγίτη


©Kalliopi Tsouchlis



Της μοίρας στερνοπαίδι

Στα πέλαγα ξεστράτισα για σένα στεναγμέ,
Στιγμή δε σε φοβήθηκα μήτε και πήρα δάκρυ,
Αμίαντο αμόλυντο σκαρί τη λαίλαπα παλεύει.


Σάστισε μες τη δίνη γυρεύει ανακωχή,
Της θύελλας δραπέτης μικρή θαλάσσης κόρη,
Κακόηχος στρυφνός συρμός ομίχλη προμηνύει.


Λευκή σκυτάλη άλκιμη στον άνεμο βουρλίζεται, 
Σαλπάρει η νύχτα το κορμί και η σιωπή το βλέμμα, 
Για σένα απόψε Άγγελε αγγίζω τη σελήνη.


©Kalliopi Tsouchlis



Εν τω μέσω της νυκτός

Λευκό μου στερνοπούλι της λήθης στεναγμέ,
Σε νιώθω στον παλμό στα βράχια ακροπατώ,
Σε θάλασσα Αρκτική κοπιάζει το βαρόμετρο.


Το ρεύμα το αμέθυστο ζυγώνει στην καρίνα,
Μια φρεσκαδούρα προχωρά μιλιά δε ξεστομίζει,
Ο λέβητας στο πλήγμα εγκάρσια κοψιά.


Επίσαλος σφοδρός το κάσσαρο στουμπίζει,
Σκοτάδι μαύρο βρωμερό ξερνά η τσιμινιέρα,
Σκαντάγιο στα νερά μέχρι να δω στεριά.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θυέλλης στίγμα

Θαλάμι στην καρδιά τα μάτια σου καργάρω,
Φωνή μες τον ορίζοντα να στρέψει το τιμόνι,
Τη θύμηση νετάρω στη χωρισιά βελόνι.


Μαρνέρου νιότη μητρική την καταχνιά ξεκάνει,
Αντενοκάταρτο σμιλεύει ετούτη τη νυχτιά,
Φερμάρει το κουράγιο στη λάμπα της θυέλλης.


Καραβοφάναρο δυο μαύρα μάτια με κυκλώνουν,
Γράμμα ψυχής στη μοναξιά μες το καλούπι θάφτηκε,
Στο μίλι και στο στίγμα σ’ ορίζω φεγγαρόφως.


©Kalliopi Tsouchlis



Αστερισμός της λύρας

Τυραννία τ’ αδειανό μου σπίτι έρημος γιαλός,
Φουγάρο κάβος κι άγκυρα στη δέσμη αναρριχώνται,
Εξόριστη λευκή ψυχή θυμίζει το ακρόπρωρο.


Εκεί στη δύση που πλανάσαι ουράνιο τόξο να θυμάσαι,
Στου κόσμου όλα τα μήκη κοιτάζω μια κουκκίδα,
Χρυσάνθεμα ασήμωσες απόψε τη Μεσόγειο.


Τ’ αστέρια μου γκρεμίζω στολίζω τα κοράλλια,
Έσβησε η μέρα ουρανέ κλείδωσα τη καντέρα,
Βέγα σ’ ονομάζω αστερισμέ της λύρας μου λαμπρέ.


©Kalliopi Tsouchlis



Ένα πέλαγος Ελλάδα

Χαράματα στο ντόκο και η καρδιά κουρσεύει,
Τα δυο μου μάτια πέλαγα, στην πρύμνη αγναντεύω,
Μονολογώ στα ρέλια, τώρα που πιάσαμε λιμάνι.


Τη γαλανόλευκη υψώνω, στον άνεμο λικνίζεται,
Γαλάζιο τ’ ουρανού το χρώμα, που το σταυρό αγγίζει,
Στέκω και την κοιτάζω, ατίθαση, περήφανη Ελλάδα.


Αγκαλιά μου γαλανή, σου μιλάω και δακρύζω,
Γέμισε η χούφτα μου αλάτι, στα νύχια ποτισμένο,
Τα σύννεφα μου Άγγελοι, περνούν και τραγουδούν.


©Kalliopi Tsouchlis



Καλή Ελπίδα

Μαυράδι καταγάλανο, σώσε με στ’ ανοιχτά,
Στο φινιστρίνι στέκω, αγγίζω τη σελήνη,
Στροφαλοφόρος άξονας, τ’ όνειρο απόψε,


Δανείζω στον απόπλου, το βήμα της προπέλας,
Χάνει η πυξίδα το βορρά, θαμώνας του Νοτιά,
Εντός μου θέτω ψαλιδιά, σ’ ορίζω φυλαχτάρι.


Σκληρός ανήφορος μου γνέφει, ακτογραμμή,
Στη νιότη σου αϊτέ, θα ράψω καραβόπανο,
Τη θέρμη λησμονώ, λάδι που στο καντήλι, καίει.


©Kalliopi Tsouchlis



Ενάλιος δεσμός

Απαστράπτουσα πορεία χάραξες, χάρτης μελωδικός,
Ακλόνητο τιμόνι κράτησες, έναντι του καιρού,
Ευοίωνη ίριδα εσύ, εφησυχάζεις τον αέρα.


Στο άλμπουρο υψώνεις τη φωνή, στον ουρανό δοξάρι,
Ανάστημα μεγαλειώδες, μια συγχορδία αρμονική,
Αδάμαστη ψυχή, ο γλάρος λευκός, ατίθασος.


Μονάκριβα τα λόγια σου, ελπιδοφόρο τ’ αύριο,
Χαμόγελο του κόσμου, δακρύζει ο βυθός,
Σ’ απόφθεγμα ζωής, εναγκαλίζεται η αγάπη.


©Kalliopi Tsouchlis



Καλή πατρίδα

Σαν πόλη αφήνομαι, κάθε που μπαρκάρεις,
Στίγμα στο στίγμα, στη μπάντα, να κοιτάζεις,
Κόμπος ο χωρισμός, μαύρο θαλασσοπούλι.


Κρύβω το δάκρυ στο φιλί, μετράω τις σιωπές,
Στα δάχτυλα τυλίγω τη στοργή, δέξου το φυλαχτό,
Μαχαίρι ακονισμένο, η λαμαρίνα εμπόδιο.


Άλμπουρο σου κι απόψε, η ψυχή μου,
Κρύψου, στη ζωή μου καρτερώ, να κλάψω μόνη,
Άχτι στ’ αποχωρισμού τη στάχτη, η ανάσα.


©Kalliopi Tsouchlis



Δακρυσμένο μου ρεμέντζο

Σ’ ένα ρεμέντζο πάνω, θόλωσε η τόλμη,
Βίρα στον κάβο απόψε, χάθηκε το βολάν,
Σαν ήρθε και τινάχτηκε, σαν το στουπί με πέταξε.


Αλάργα να σωθούμε, απ’ τη θανή ετούτη,
Της πρύμης τα δεινά, τα λέω και δακρύζω,
Το βλέμμα ήρθα και σήκωσα, ολόρθοι ήταν όλοι.


Γεμάτο οχτάρι, τρέμω, μη δώσει και ξεσύρει,
Κατάπια τη μιλιά κι έκαμα το σταυρό μου,
Το δάκρυ μου ξαπόστασα, σε μιαν ανέμη πάνω.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αλμύρα μάνα

Σαν σε κοιτώ, το στίχο εναρμονίζω,
Τα κάτεργα λυγίζουν, απ’ το δικό σου βάλσαμο,
Δεν είσαι δώρο θείο, μήτε και σκόνη αστρική.


Άξαφνο φανάρι εσύ, στης ζήσης τον κυκλώνα,
Ανεξίτηλο το φως σου, γαλάζια κόρη τ’ αργαλειού,
Λευκό μαντήλι ατενίζει, αντάμα στο μουράγιο.


Στον ήλιο σου Κυρά, σταλάζουν οι κομήτες,
Τ’ απόβραδο να γείρω, στη μεταξένια χάντρα,
Γοργοφτέρουγε Βοριά, που Θάλασσα σε λεν.



©Kalliopi Tsouchlis



Πλεύσιμη αγάπη

Αγάπησα το παγωμένο ίχνος, των χειλιών σου,
Τα λόγια σου θυμίζουν χθες, σε λήθη αυριανή,
Η μοναξιά μας στάζει δάκρυ, σ' υπήνεμη πλευρά.


Αόρατη η αποψινή πνοή, σ' αιτία παρελθόν,
Φθαρμένο εισιτήριο, στο διάβα του καιρού,
Ανεκπλήρωτο έρωτα, μυρίζει η βραδιά.


Ο γυρισμός, σαλπάρει το σκαρί μου,
Κάθε ξημέρωμα, μοιράζομαι τ' ανώδυνα,
Σαν βραδιάσει, να θυμάσαι, σ' αγαπώ.



©Kalliopi Tsouchlis



Επτά βραχείς

Καταμεσής στα πέλαγα, ταξίδεψε η ευχή μου, 
Άναψα τα φώτα όλα, έριξα την αυλαία, 
Στη κόντρα γέφυρα, τα μάτια ολοκαύτωμα.


Η ζωή μου σε τραγούδι, μαρμαρωμένο το φεγγάρι, 
Πισώπλατα τ' απόνερα, λευκή γραμμή περνάει, 
Στα πρωινά του κόσμου, κόκκινη βροχή ανθίζει. 


Μες την ομίχλη, μ' αγγίζω, μ' αντικρίζω, 
Στο σύρμα πάνω, το παραμύθι γράφτηκε, 
Ξεγέλασα το κύμα, σε μακρινό του συριγμού, φιλί.



©Kalliopi Tsouchlis



Απόγειο

Τα όνειρα αναπαύονται, σε πειθαρχία αισθήσεων,
Σε όρμο αφυπνίζονται, κάτω από τη βροχή λικνίζονται,
Εντάσεις ρυθμικές, σ’ αραχνοΰφαντες επιθυμίες.


Γυαλί που θρυμματίζεται η σιωπή, σε διάλογο κυμάτων,
Διαβρωμένο μέταλλο, σε πλεύση αθωότητας,
Χιλιάδες μίλια, στο χάρτη χαραγμένα, μ’ ελπίδα κεντημένα.


Αστρικό μου σπλάχνο, σ’ αγγίζω, στη νηνεμία των καιρών,
Σμίγουν οι ωκεανοί, σε σπίθα κρυσταλλογραφίας,
Δίαυλος τα μελισσιά σου μάτια, σε μήνα σεληνιακό.



©Kalliopi Tsouchlis



Πιρόγα 

Θερμός διαβάτης, ανεξίτηλος, στου χρόνου τη φθορά,
Θαλασσινή λεωφόρος, σε κάθοδο, απροσπέλαστη,
Αναίτια κι αν αποδράσει, θα επιστρέψει πάλι.

Όλες του κόσμου οι χάρες, στην άπνοια γυμνώθηκαν,
Ελπίδας οξυγόνο φόρεσαν, τις ταραχές της πάλεψαν,
Παρθενικός παράδρομος, το μυροβόλο ύδωρ.

Σ' ένα μεταίχμιο, κείτονται τ’ ανείπωτα,
Τραγωδοί και θεατές, στο σκαρί και στο στουπί,
Σε μιαν αυλαία θάλασσα, μια στάλα ευσπλαχνίας.


©Kalliopi Tsouchlis